Του Κώστα Χάρη

Η ελληνικότητα των Μακεδόνων έχει αποτελέσει αντικείμενο μακρών συζητήσεων, στον προσανατολισμό των οποίων επέδρασαν όχι μόνον επιστημονικά δεδομένα, αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες. Τα ιστορικά στοιχεία αναφέρουν, ότι οι Μακεδόνες και οι Έλληνες προέκυψαν από ένα αρχικά ενιαίο ελληνικό φύλο. Η ιστορία φαίνεται να αρχίζει πριν το 700 π.Χ, γύρω περίπου στα 800 π.Χ.. Όλες οι μαρτυρίες που χρονολογούνται από την κλασική και Ελληνιστική εποχή, που αναφέρονται στους βασιλικoύς οίκους των Μακεδόνων, τους αναγνωρίζουν ελληνική καταγωγή.

Στην αρχαία εποχή δεν υπήρχε ένα ενιαίο Ελληνικό κράτος, υπήρχαν μικρά κράτη (πόλεις) ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, που πολλές φορές δημιουργούσαν αιματηρούς πολέμους μεταξύ τους. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Ησίοδου η Μακεδονία συνόρευε δυτικά με το βασίλειο της Ηπείρου, στα βορειοδυτικά με την Ιλλυρία και Παιονία, στα ανατολικά με την περιοχή της Θράκης και στα νότια με τη Θεσσαλία και τη θάλασσα του Αιγαίου, χωρίς όμως να υπάρχουν προκαθορισμένα όρια συνόρων, με όμορες περιοχές, σε εκείνες τις συνθήκες, με την έννοια την σημερινή. Η Μακεδονία πέρασε στο φως της ιστορίας με την έναρξη του αποικισμού των νοτίων Ελλήνων στα παράλια του Θερμαϊκού και στα παράλια της Χαλκιδικής. Πρώτοι έφθασαν Ερετριείς που εγκαταστάθηκαν στη Μεθώνη το (733 π.Χ.) και στη Μένδη το (730 π.Χ.), ακολούθησαν Χαλκιδείς στην Τορώνη το (710 π.Χ.) και Αραοί στη Σκιώνη το (700 π.Χ.).

Μετά 320 έτη περίπου από τους παραπάνω αποικισμούς, γεννήθηκε το 382 π.Χ. ο Φίλιππος Β’ στην Πέλλα. Ανέλαβε Βασιλιάς το 359 π.Χ. και πέθανε 336 π.Χ. στις Αίγες. Ήταν τριτότοκος υιός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’ και της Ευρυδίκης, κόρη του Σίρρα. Με την ανάδειξή του σε Βασιλιά, ξεκίνησε εκστρατεία εναντίων των βόρειων φυλών. Δημιούργησε έτσι στη χερσόνησο του Αίμου, ένα μεγάλο κράτος με σχέσεις «συμμαχίας υποταγής» με τις παρακάτω φυλές, τους: Ιλλυριούς, Αγριάνες, Παίονες, Θράκες, Σκύθες, Τριβαλλούς και Γέτες. Ενισχυμένος πλέον με τις συμμαχίες που δημιούργησε με τις βόρειες φυλές, επέβαλε στους Έλληνες του νότου με την αποφασιστική νίκη του στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) εναντίον των Θηβών και Αθηνών, τους όρους του.

Με το συνέδριο της Κορίνθου το 337 π.Χ. που συμμετείχαν όλες οι πόλεις, εκτός από την Σπάρτη, συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα:

1) Απαγορεύτηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ των Ελληνικών πόλεων και βίαιη μεταβολή των καθεστώτων τους.

2) Προστατεύτηκε η ελεύθερη ναυσιπλοΐα και καταδικάστηκε η πειρατεία και

3) Ιδρύθηκε συμμαχία με ισόβιο αρχηγό το Φίλιππο Β’.

Έτσι συνενώθηκαν όλες οι πόλεις σε μια «συμμαχική ομοσπονδία», δημιούργησαν κατά κάποιο τρόπο την ενιαία έκφραση του «Ελληνικού Έθνους - Κράτους» με αρχηγό τον Φίλιππο.

Μετά τις παραπάνω αποφάσεις, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει εκστρατεία, με πρόσχημα την απελευθέρωση των ελληνικών αποικιών της Ασίας και την τιμωρία των απογόνων του Ξέρξη. Όμως, οι ιστορικές πληροφορίες λένε, δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τα σχέδια του, γιατί τον δολοφόνησε το 336 π.Χ. ένας από τους έμπιστους σωματοφύλακες του, ο Παυσανίας την στιγμή που έμπαινε σε χώρο εκδηλώσεων των Αιγών, σε συνεργασία (χωρίς να είναι βέβαιο 100%) με την γυναίκα του την Ολυμπιάδα, μητέρα του Αλεξάνδρου.

Μετά το θάνατο του Φιλίππου στις 336 π.Χ. την αρχηγεία ανάλαβε ο γιός του και τα σχέδια του Φίλιππα τα ολοκλήρωσε αργότερα ο Αλέξανδρος.

Ο Αλέξανδρος Μέγας Γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου του 356 π.Χ. στην Πέλλα και πέθανε στις 10 Ιουνίου 323 π.χ. στην Βαβυλωνία σε ηλικία περίπου 33 ετών.

Την άνοιξη του 335 π.Χ. άρχισε την Βασιλεία με την εκστρατεία του (όπως και ο πατέρας του) εναντίον των γειτονικών φύλων των Ιλλυριών, προελαύνοντας από την Αμφίπολη προς τον Αίμο, αφού νίκησε τους Θράκες, προχώρησε προς τον Δούναβη, νίκησε τους Τριβαλλούς και επιχείρησε επιδρομή κατά των Γετών. Στην επιστροφή του υπέταξε Αγριάνες και τους Παίονες, και εξασφάλισε την πλήρη μακεδονική κυριαρχία στην περιοχή.

Ύστερα από τις παραπάνω νίκες, το φθινόπωρο του 335 π.Χ., όλοι οι Έλληνες -πλην Λακεδαιμονίων, υπέγραψαν συνθήκη, όπου τον ανακήρυξαν (όπως είχαν ανακηρύξει και τον Φίλιππο) «Στρατηγό Αυτοκράτορα της Ελλάδας» για την εναντίον των Περσών εκστρατεία.

Ο Αλέξανδρος ήταν πλέον ο ηγεμόνας της Πανελλήνιας Ομοσπονδιακής Συμμαχίας κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας και Φαραώ. Ξεκίνησε την εκστρατεία του την άνοιξη του 334 π.Χ., εναντίων: Της Περσικής Αυτοκρατορίας, των Φαραώ της Αιγύπτου που ήταν κάτω από την κυριαρχία των Περσών, της Ασίας και μέχρι τις παρυφές της Βορειοδυτικής Ινδίας, του οποίου οι κατακτήσεις αποτελούν το θεμέλιο λίθο της Ελληνιστικής εποχής. Από όποιες περιοχές πέρασε και κατέλαβε, έκτιζε και μια πόλη.

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ, στη Βαβυλωνία, η αυτοκρατορία του διαμοιράστηκε ανάμεσα στους διαδόχους του, αλλά η Μακεδονία συνέχισε να είναι ανεξάρτητο Βασίλειο που ασκούσε σημαντική επιρροή στον ελληνιστικό κόσμο. Η τελευταία πολεμική σύγκρουση στην Πύνδα ήταν καθοριστική μάχη μεταξύ Μακεδόνων υπό τον βασιλιά Περσέα και την ανερχόμενη δύναμη των Ρωμαίων υπό τον Αιμίλιο Παύλο. Ηττήθηκαν οι Μακεδόνες, με αποτέλεσμα στις 22 Ιουνίου το 168 π.Χ., να καταλυθεί το Μακεδονικό Βασίλειο και να διαμελιστεί σε τέσσερες «μερίδες». Αυτό ήταν και το τέλος της δυναστείας των Μακεδόνων και του Αρχαίου Ελληνισμού. Το 146 π.Χ. η Μακεδονία έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Η κατάλυση του Μακεδονικού Βασιλείου από Ρωμαίους προέβλεπε το χωρισμό των εδαφών της Μακεδονίας σε τέσσερες διοικητικές περιοχές, που ονομάστηκαν μερίδες. Η πρώτη περιοχή ήταν μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα με πρωτεύουσα την Αμφίπολη, η δεύτερη τα εδάφη μεταξύ Στρυμόνα και Αξιού, με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη, η τρίτη η γνωστή ως κάτω παραλία Μακεδονίας, περιελάμβανε την περιοχή μεταξύ Αξιού και Πηνειού με πρωτεύουσα την Πέλλα και η τέταρτη, Άνω Μακεδονία, με πρωτεύουσα την πόλη Μπίτολα, το γνωστό Μοναστήρι που περιλάμβανε ολόκληρη την Βορειοδυτική Μακεδονία. Η Μακεδονία ως επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διήρκεσε περίπου 431 χρόνια, από το 146 π.Χ. μέχρι περίπου το 284 - 295 μ.Χ.. Τα σύνορά της μεταβάλλονταν συχνά, σύμφωνα με τις διοικητικές ανάγκες των ρωμαίων. Στην μέγιστη έκταση συμπεριελάμβανε τις επαρχίες παλαιά Ήπειρο, Θεσσαλία και τμήματα της Ιλλυρίας και Θράκης. Κάθε μια από αυτές τις περιοχές ήταν αυτοδιοίκητη.

Η νότια Ελλάδα κοντά δυο χιλιάδες χρόνια έμεινε σκλαβωμένη σε ξένους καταχτητές, ύστερα από τη νίκη των Ρωμαίων (146 π.Χ.) στη μάχη της Κορίνθου. Από τότε ο λαός που κατοικούσε αυτή τη χώρα, ζούσε κάτω από ξένο ζυγό. Έτσι οι Έλληνες έχασαν τη λευτεριά τους. Η ελληνική εθνότητα δεν έμεινε καθαρόαιμη μέσα στο διάβα των αιώνων. Ανακατεύθηκε με ένα σωρό άλλους λαούς των όμορων βόρειων και δυτικών περιοχών, της Μεσoγείου, της Ανατολής και με πολλούς δούλους, που για τον ένα ή άλλο λόγο απελευθερώθηκαν και έγιναν ελεύθεροι πολίτες Έλληνες. Αυτό που λέμε σήμερα έθνος-κράτος στα κατοπινά χρόνια δεν υπήρχε.

Την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας / Βυζαντίου, καθώς και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν υπήρχαν σύνορα και υπήρχε ελεύθερη μετακίνηση των πληθυσμών. Η Εγνατία οδός κατά την Ρωμαϊκή περίοδο και μετά, που διέσχιζε κατά μήκος την Μακεδονία, την Θράκη και όχι μόνο, δείχνει το μέγεθος της μετακίνησης των πληθυσμών, οπότε η σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας στην πορεία άλλαξε, με την εγκατάσταση αλλόφυλων στοιχείων, όπως και στην νότια Ελλάδα. Η βυζαντινή αριστοκρατία, αντικαταστάθηκε από τους Φαναριώτες. Οι φεουδάρχες εξουσίαζαν μεγάλες εκτάσεις γης. Ήταν δηλαδή μεγαλοϊδιοκτήτες. Φυσικά οι μεγαλύτεροι φεουδάρχες ήταν οι Τούρκοι. Αυτοί οι μεγαλοκτηματίες αποτελούσαν τα λεγόμενα τζάκια στην επαρχία. Την άρχουσα τάξη σε κάθε χωριό και πόλη την αποτελούσαν: Οι άρχοντες, προεστοί, κοτζαμπάσηδες, δημογέροντες. Στα παλαιά χρόνια βασίλευε σ’ όλην την Ελλάδα και Βαλκανική η αμάθεια, οι δεισιδαιμονίες, ο σκοταδισμός, η προκατάληψη και καθυστέρηση. Υπήρχαν βέβαια μορφωμένοι, μα αυτοί ζούσαν στις Πόλεις και μετριούνταν στα δάχτυλα. Αλλά και απ’ αυτούς πολύ λίγοι ήταν φωτισμένα μυαλά.          Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, όχι μόνο πίστευε στους χρησμούς, προφητείες, αλλά μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα από τις καταπιέσεις των μπέηδων, των πασάδων, των Γραικών κοτζαμπάσηδων και το Δεσποτικό σκοταδισμό, κρεμούσε όλες τις ελπίδες για το λυτρωμό της στο θεό, που τελικά ποτέ δεν ήρθε.

Μέσα στις παραπάνω συνθήκες του 1757 γεννήθηκε ο Ρήγας Φεραίος στο Βελεστίνο, που ήταν από ευκατάστατη οικογένεια. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σχολείο της Ζαγοράς του Πηλίου. Συνέχισε να πηγαίνει και στ’ Αμπελάκια, όπου είχαν αναβαθμισμένο σχολείο. Την περίοδο που ήταν έφηβος (1770 - 1774) έζησε την ανώμαλη τραγική κατάσταση που πέρασαν οι γονείς του και οι συντοπίτες του από τους διωγμούς και τις καταπιέσεις των Τούρκων στη Θεσσαλία, που του έμειναν ανεξίτηλα στην μνήμη του. Μη μπορώντας να ζήσει την ανώμαλη κατάσταση στο Βελεστίνο, έφυγε για το Άγιο Όρος. Από εκεί πήγε στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα στην Μολδαβία, Βλαχία και Βιέννη, όπου χρημάτισε γραμματικός σε διάφορους άρχοντες - βαρόνους και ηγεμόνες. Κοντά τους γνώρισε πολύ κόσμο, απέκτησε όνομα, μεγάλη κτηματική περιουσία στην Βλαχία και μετεξελίχθηκε σε έμπορο. Πηγαινοέρχονταν στην Αυστρία για εμπορικούς, αλλά και για εθνικούς σκοπούς.

Ο Ρήγας που ήταν σε ώριμη ηλικία είδε και έμαθε πολλά., ήταν φλογερός επαναστάτης. Δημοσίευε άρθρα, ήταν συγγραφέας και μεταφραστής βιβλίων, εκλαΐκευε επιστημονικά θέματα για να φωτίσει τους συμπατριώτες του τους έλληνες, να προσανατολιστούν στο δυτικό πολιτισμό και ειδικά προς τον Γαλλικό δημοκρατισμό. Ήταν επηρεασμένος από τις Γαλλικές Επαναστάσεις. Γνώριζε καλά τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Βλάχικα και τα ελληνικά. Με την ανάπτυξη της πολιτικής δράσης του, είχε επιβληθεί στους κύκλους των Ελλήνων πατριωτών, ως ηγέτης τους. Με πλούσια συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα, αφοσιωμένος στην εθνική ιδέα και την εκπλήρωση του ιερού σκοπού. Τύπωσε τη «Νέα Χάρτα της Βλαχίας», καθώς και τη «Γενική Χάρτα της Μολδαβίας». Το 1797 τύπωσε και την «Χάρτα της Ελλάδας». Η σύνταξη και η έκδοση των Χαρτών ήταν πραγματικός άθλος και έργο μεγάλης πνοής και μεγάλης προπαγανδιστικής αξίας.

Την ίδια εποχή, συνέταξε και το Θ ο ύ ρ ι ο, το γνωστό τραγούδι: «Ως πότε παλληκάρια…». Το τραγούδι φανερώνει πολύ καλά τις ιδέες του και τους σκοπούς του. Είναι μια επαναστατική προκήρυξη που τραγουδιέται, παρουσιάζει ένα πολιτικό πρόγραμμα για να προετοιμάσει τις συνειδήσεις των Ελλήνων, είναι σάλπισμα για προσκλητήριο πατριωτικών δυνάμεων. Προαναγγέλλει προετοιμασία ξεσηκωμού του λαού και επαναστατικής ένοπλης εξέγερσης για απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων από τον Τούρκικο καταπιεστικό ζυγό.

Καλούσε όλους τους λαούς της Βαλκανικής, της Ασίας, τους Τούρκους και τους Φελάχους να εξεγερθούν και να καταλύσουν το βάρβαρο και τυραννικό καθεστώς των Σουλτάνων. Ήταν φανατικός δημοκράτης και συνεπής στα κηρύγματά του. Δεν κήρυξε προλεταριακή επανάσταση, αλλά εθνική αστική Επανάσταση, γιατί ο υποκειμενικός παράγοντας δεν ήταν ώριμος. Τόνιζε όμως, ότι: Η επανάσταση δεν θα καταργήσει μόνο το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων, των Γενίτσαρων και πασάδων, αλλά και θα επιβάλει την πολιτική Ελευθερία — Ισοτιμία — Αδελφότητα — Ανεξιθρησκεία σαν βασικούς όρους στους λαούς της Βαλκανικής. Η διαφορά της θρησκείας δεν θα μπορεί να δημιουργεί αντιθέσεις, πάθη και μίση. Όλοι οι κάτοικοι σαν πολίτες θα έχουν τα ίδια δικαιώματα, γιατί το πολίτευμα θα είναι Δημοκρατικό. Όλοι οι πολίτες θα έχουν λόγο για τα δημόσια πράγματα και θα μπορούν να φανερώνουν τους στοχασμούς τους. Στην Πολιτεία όλοι πρέπει να ξέρουν γράμματα, γι’ αυτό η πολιτεία πρέπει να ιδρύσει σχολεία. Η Νέα Πολιτεία στα σύνορά της θα περιλαβαίνει όλη τη Βαλκανική, τη Μικρασία και τα Νησιά του Αιγαίου και γι’ αυτό εκτός από τους Έλληνες συνεργάτες είχε και συνεργάτες Ρουμάνους, Σέρβους, Βούλγαρους και Αλβανούς. Αποκαλούσε τους λαούς της περιοχής της Βαλκανικής αδέρφια με τους Έλληνες, άσχετα αν δεν μιλούν την ίδια γλώσσα και δεν έχουν την ίδια θρησκεία. Δυστυχώς όμως, το τέλος του Ρήγα και των συντρόφων του, ήταν τραγικό.

Συνελήφθηκαν από τον διοικητή Brigido της Αυστριακής αστυνομίας της Τεριέστης στις 19 Δεκεμβρίου 1797, κατόπιν προδοσίας από απάτριδες Έλληνες συνεργάτες των Τούρκων. Ο Ρήγας και οι σύντροφοι του θανατώθηκαν στις 24 Ιουνίου του 1798 στο Βελιγράδι, με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Ηθικός αυτουργός ήταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και οι Φαναριώτες. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες Βαλκανικές φυσιογνωμίες του 18ου αιώνα. Ήταν ο πολιτικός καθοδηγητής και αρχηγός των σκλαβωμένων λαϊκών μαζών, ο εμπνευσμένος απόστολος της Ελευθερίας, ο μεγάλος αναγεννητής, που με την δράση του πέρασε στην αθανασία. Είδαμε εν συντομία πως διαμορφώθηκε η κατάσταση στην Μακεδονική, νότια Ελλαδική και βαλκανική περιοχή, ύστερα από την Τουρκική κατάχτηση.

Έτσι στην παραπάνω αναφερόμενη περιοχή της Μακεδονίας, στα μετέπειτα χρόνια, οι άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά, αρβανίτικα, σλαβική διάλεκτο, εβραϊκά, τουρκικά, κ.ά. και κανένα στοιχείο δεν μπορεί να τεκμηριώσει, πως μέσα σε αυτό το μωσαϊκό των πληθυσμών, υπήρξε: «Μακεδονικό Έθνος», «Μακεδονική Εθνότητα», «Μακεδονική Γλώσσα» και Μακεδονικός Λαός». Η θέση αυτή δεν πατάει στην πραγματικότητα, γιατί δεν πληροί στην ενότητά του, τα κριτήρια που τονίζουν πως το έθνος, ως ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας: Της σκέψης, γλώσσας (ομιλία - επικοινωνία), της παραγωγής της τροφής, της κοινωνικής οργάνωσης, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης, που εκδηλώθηκε στην κοινότητα του πολιτισμού. Δεν υπήρχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούσαν μια δοσμένη εθνική πολιτιστική ταυτότητα: Ήθη και έθιμα, γλώσσα, μνημεία, μουσεία, λογοτεχνία, ποίηση, κ.ά.. Αλλά και αργότερα μετά 18ο αιώνα, δεν υπήρχε ενιαία εθνική ταυτότητα και εθνική συνείδηση, αλλά ούτε και ταξική συνείδηση, μεταξύ των πληθυσμών που κατοικούσαν στην περιοχή της Μακεδονίας. Ένα μεγάλο ποσοστό της νεώτερης αστικής τάξης έμποροι και καραβοκύρηδες του 18ου, του 19ου αιώνα, σε κάθε βαθμό της ανάπτυξής της, ήταν παντού προοδευτική και επαναστατική. Επηρεάστηκε από την Γαλλική Επανάσταση και τις δημοκρατικές ιδέες της και προσπάθησε να μορφώσει τον ελληνικό λαό και να τον ξυπνήσει από το λήθαργο της σκλαβιάς, γι’ αυτό πολλοί είχαν πάρει μέρος στην «Εταιρεία του Ρήγα». Όταν πιάστηκε ο Ρήγας και οι σύντροφοί του, διαλύθηκε η Εταιρεία και ήταν φυσικό να σταματήσει κάθε μυστική συνωμοτική κίνηση στις ελληνικές παροικίες. Αν και διαλύθηκε η Εταιρεία, ωστόσο ο εθνικοαπελευθερωτικός σπόρος που έσπειρε φύτρωσε. Δεν πέρασε πολύς καιρός από το τραγικό τέλος του Ρήγα και των συντρόφων του, και οι Έλληνες πατριώτες που ζούσαν στο εξωτερικό άρχισαν πάλι να κινούνται.

Έτσι πολλοί έμποροι από τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού Ρωσίας, Βλαχίας, Μολδαβίας, Αυστρίας, Κωνσταντινούπολης, κ.ά. περιοχών, ιδρύουν την «Φιλική Εταιρία». Ως επικεφαλή της Εταιρίας και του απελευθερωτικού αγώνα όρισαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε καταγωγή από τα Ύψαλα της Τραπεζούντας, γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1792 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιός του Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας Κωνσταντίνου Υψηλάντη και της Ελισάβετ Βακαρέσκου. Αναδείχθηκε Στρατηγός του Τσάρου Αλέξανδρου Α’ της Ρωσίας. Πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 1828 στη Βιέννη. Ο προπαρασκευαστικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας ήταν έργο κυρίως των εμπόρων και καραβοκύρηδων. Είναι βέβαιο ότι και αυτήν την φορά η αστική τάξη μπήκε επικεφαλής και αυτή προετοίμασε υλικά και ιδεολογικά τον αγώνα της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Συνεργάτες είχε διανοούμενους, καθώς και μερικούς Φαναριώτες και ανώτερους κληρικούς που είχαν προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες. Όμως δεν ήταν όλοι πατριώτες οι Έλληνες αστοί. Υπήρχαν ανάμεσα σ’ αυτούς ιδεολογικά και πολιτικά καθυστερημένα και αντιδραστικά άτομα, που συμφωνούσαν με τους προύχοντες, κοτζαμπάσηδες και γαιοκτήμονες που συνεργάζονταν με την Οθωμανική Διοίκηση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο Υψηλάντης περνά τον Προύθο Ποταμό. Η επανάσταση για την εθνική απελευθέρωση των Ελλήνων άρχισε. Η Επαναστατική Κίνηση του Υψηλάντη έφτασε αμέσως στα αυτιά της διοίκησης των Τούρκων και πήρανε τα μέτρα τους. Όπως την προηγούμενη φορά με την προδοσία του Ρήγα, έτσι και αυτήν την φορά, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ μεθόδευσε την καταδίκη και εξόντωση του Υψηλάντη, αρχηγού της «Φιλικής Εταιρείας». Πέρα από τα παραπάνω, πήραν απόφαση να αφορίσουν τον αρχηγό της «Φιλικής Εταιρείας» τον Αλέξανδρο Υψηλάντη καθώς και τον Μιχαήλ Σούτσο. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ και οι «άγιοι» Συνοδοί του, εκτός από τις κατάρες τους, υμνολογούσαν το Σουλτάνο, εκθείαζαν την «πατρική» πολιτική του και στιγμάτιζαν τις νέες φιλελεύθερες και απελευθερωτικές ιδέες.

Όταν αποδεκατίστηκε ο στρατός του Υψηλάντη στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου του 1821 στην Μολδαβία, από λάθη και προδοσία συνεργατών του Αλέξανδρου και οι δυο αδερφοί Αλέξανδρος και Νικόλαος Υψηλάντης παραδόθηκαν στις Αυστριακές αρχές, όπου τους έκλεισαν στις φοβερές φυλακές του φρουρίου Μούνκατς και έπειτα του Γερέγιενστατ. Η επανάσταση όμως στην Ελλάδα προχώρησε και στέφτηκε με επιτυχία, με υπαρχηγό τον Δημήτριο Υψηλάντη αδερφό του Αλέξανδρου, που πολεμούσε στην νότιο Ελλάδα τους Τούρκους. Η μητέρα τους η Ελισάβετ Υψηλάντη, απηύθυνε στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο της Ρωσίας επανειλημμένες εκκλήσεις να αφεθούν ελεύθεροι. Ενώ έφθανε μια απλή παράκληση του στον αυτοκράτορα Φραγκίσκο της Αυστρίας για να πάρει τέλος το μαρτύριο των Υψηλάντηδων, αλλά δεν βοήθησε. Όταν στις 24 Νοεμβρίου του 1827 απελευθερώθηκαν, ύστερα από 6 χρόνια περίπου από την φυλακή, είχαν σοβαρά προβλήματα στην υγεία τους. Ο Αλέξανδρος πέθανε δυο μήνες μετά από την αποφυλάκισή του, στις 31 Ιανουαρίου του 1828.

Η Ελλάδα ως έθνος, ως κράτος, διαμορφώθηκε όταν δημιουργήθηκε το αστικό κράτος, με την Επανάσταση του 1821 και μετά, σταδιακά με τις προσαρτήσεις που έγιναν της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, Δωδεκανήσων με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912/1913, με τον Α’ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και με τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν στον 20ο αιώνα και ισχύουν μέχρι σήμερα. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι ένας μεγάλος ιστορικός σταθμός, όχι μόνο της νεοελληνικής ιστορίας, αλλά και της Ευρωπαϊκής.

Τα παρασκήνια της Βαλκανικής συμμαχίας των λαών της Βαλκανικής που είχε τις ρίζες της στην «Εταιρία» του Ρήγα Βελεστινλή, είχε οπαδούς στη Ρουμανία, Σερβία, Αλβανία και Βουλγαρία. Δεν μπόρεσε όμως να πραγματοποιηθεί, γιατί στα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, επικράτησε ο μεγαλοϊδεατισμός και επιθετικός σοβινισμός, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στη Σόφια, Βελιγράδι, Τίρανα, Βουκουρέστι, στο Πατριαρχικό και Δεσποτικό κατεστημένο, οι οποίοι έβαλαν αξεπέραστα εμπόδια. Το μακεδονικό ζήτημα είχε δημιουργήσει πάθη και μίση αγεφύρωτα, ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς, αλλά και μεταξύ των πολιτών κάθε χώρας και τα οποία συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Ο Βενιζέλος ήξερε ποιά ήταν η εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας, γι’ αυτό είχε βάλει νερό στο εθνικιστικό κρασί του, για να μην μείνει έξω από την μοιρασιά των εδαφών της Μακεδονίας.

Το Σεπτέμβρη του 1912 αναγγέλθηκε η στρατιωτική συμμαχία των Βαλκανίων. Η Ελληνική Κυβέρνηση κήρυξε επιστράτευση στις 16 Σεπτεμβρίου 1912. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1912 οι κυβερνήσεις Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου με τους διπλωματικούς αντιπροσώπους τους στην Κωνσταντινούπολη, έδωσαν τελεσίγραφο στην τουρκική κυβέρνηση, ζητώντας να εφαρμοστούν αμέσως ευρύτατες μεταρρυθμίσεις στις ευρωπαϊκές επαρχίες της τουρκικής αυτοκρατορίας. Έτσι στις 5 Οκτωβρίου 1912 τα κανόνια, τα πολυβόλα και τα μάλιγχερ, άρχισαν να σκορπίζουν το θάνατο, ενώ ο ελληνικός στόλος, με στόλαρχο τον Παύλο Κουντουριώτη, από το Φάληρο ανοίχτηκε στο Αιγαίο και τράβηξε για τα Στενά. Ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος ξεκίνησε στις 8 Οκτωβρίου 1912 και έληξε οκτώ μήνες αργότερα με την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1913. Ο ελληνικός στρατός από Θεσσαλία πέρασε τα σύνορα στις 18 Οκτωβρίου 1912 και αφού απελευθέρωσε μια σειρά περιοχές σχετικά εύκολα, στις 19 Οκτωβρίου το απόγευμα άρχισε η μάχη στα Γιαννιτσά που βάσταξε ως το πρωί της 20ης. Ο Ελληνικός στρατός νίκησε και οι Τούρκοι διαλύθηκαν. Η προέλαση για την Θεσσαλονίκη άρχισε από τον Ελληνικό στρατό στις 26 Οκτωβρίου και ώρα 3 το απόγευμα, κατόπιν επίμονης υπόδειξης του Βενιζέλου στον Κωνσταντίνο. Αλλά και ο Βουλγαρικός στρατός προελαύνει προς την Θεσσαλονίκη. Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου από την βορειοδυτική μεριά θέλησαν οι Βούλγαροι να μπουν στην Θεσσαλονίκη, αλλά η 7η μεραρχία και τα ευζωνικά τάγματα δεν τους άφησαν. Από την στιγμή αυτή η Ελληνοβουλγαρική συμμαχία είχε διαλυθεί. Όμως, η Ελληνική κυβέρνηση κρατούσε ακόμη τα προσχήματα, επειδή οι Τούρκοι βαστούσαν στην Ήπειρο και αλλού. Στις 17 Μαΐου του 1913 υπογράφηκε μεταξύ των πρεσβευτών των μεγάλων δυνάμεων και της πύλης, η συνθήκη του Λονδίνου, που θα έθετε τέρμα στην Α΄ Βαλκανική σύγκρουση. Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος ξεκίνησε στις 16 Ιουνίου του 1913 από την Βουλγαρία, η οποία είχε δυσαρεστηθεί από την διανομή των εδαφών στη Μακεδονία που έγινε μυστικά από τους πρώην συμμάχους της, την Σερβία και την Ελλάδα και ξεκίνησε στρατιωτική δράση εναντίων τους. Η αριθμητική δύναμη των στρατευμάτων που παράταξαν η Σερβία και η Ελλάδα ήταν μεγαλύτερη. Απέκρουσαν τη Βουλγαρική επίθεση και αντεπιτέθηκαν στη Βουλγαρία από τα δυτικά και τα νότια.

Με την συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 10 Οκτωβρίου 1913 ορίστηκαν τα σύνορα της Μακεδονίας. Η Ελλάδα πήρε το 51% , η Σερβία πήρε 39%, η Βουλγαρία πήρε 9,5% και η Αλβανία πήρε 0,5%. Η Ελλάδα σχεδόν διπλασιάστηκε. Από τα 64.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα που είχε, έφτανε τώρα στα 120.000 τ.χ.. Από 2.800.000 κατοίκους που είχε πριν, είχε τώρα 4.800.000 περίπου κατοίκους. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία Ελλήνων (οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι δίνουν διαφορετικά στατιστικά στοιχεία ), πριν το 1912 ο πληθυσμός της ελληνικής (νότιας) Μακεδονίας προσέγγιζε τους 1.203.000 κατοίκους, εκ των οπίων: Οι Ελληνόφωνοι ανέρχονταν σε 370.000 με ποσοστό 31%, οι Σλαβόφωνοι ανέρχονταν 260.000 με ποσοστό 21.5%, οι Μουσουλμάνοι σε 475.000 με 39,5%, ενώ Εβραίοι και λοιποί σε 98.000 άτομα και ποσοστό 8%.

Ενδεικτική ήταν και η αλλαγή που σημειώθηκε στην εθνολογική σύνθεση της Θεσσαλονίκης: Σύμφωνα με την απογραφή του 1913, η πόλη είχε 157.889 κατοίκους, εκ των οποίων 61.439 Ισραηλίτες (38.9%), 45.867 Μουλσουμάνοι (29,ο%), 39.956 Έλληνες (25,3%), 6.262 Βούλγαροι (3,9%) και 4.364 διάφοροι ξένοι (2,7%). Ωστόσο, η μεγάλη ανατροπή προήλθε μετά την μπολσεβίκικη επανάσταση του 1917 και την αποτυχημένη ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη Συνθήκης της Λωζάννης, που προέβλεπε την αναγκαστική μετανάστευση. Η μετανάστευση Μουσουλμάνων, Σλάβων και Εβραίων προς την Τουρκία, τα γειτονικά βαλκανικά κράτη και αλλού και η άφιξη χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων από τις βουλγαρικές και οθωμανικές επαρχίες, μετέβαλε ριζικά τους παραπάνω συσχετισμούς. 300.000 Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν οριστικά την ελληνική Μακεδονία, ενώ την θέση τους πήραν 600.000 περίπου Έλληνες πρόσφυγες από τον Πόντο, Μικρά Ασία και Θράκη. Με τις αλλαγές αυτές ,το ελληνικό στοιχείο στην ελληνική Μακεδονία ανέβηκε από το 42,6% το 1912 σε 88,8%το 1926. Η Ισραηλιτική κοινότητα βρισκόταν συγκεντρωμένη κυρίως στη Θεσσαλονίκη και δευτερευόντως σε άλλα μικρότερα αστικά κέντρα, όπως στην Καβάλα, Βέροια και Καστοριά και συνολικά δεν ξεπερνούσε τους 70.000 ανθρώπους. Ο αριθμός του Σλαβόφωνου στοιχείου δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια: Σύμφωνα με την στατιστική του 1925 έφτανε τα 160.000 περίπου άτομα, ενώ η αντίστοιχη του 1928 έκανε λόγο για 80.000 άτομα με μητρική γλώσσα την Βουλγάρικη, όταν το σύνολο του πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας προσέγγιζε πια το ενάμισι εκατομμύριο. Η πληθυσμιακή επικράτηση του ελληνικού στοιχείου εξουδετέρωσε στην πράξη τις διεκδικήσεις των γειτονικών κρατών, κυρίως της Βουλγαρίας και ταυτόχρονα οριστικοποίησε την επικράτηση του ελληνικού εθνικού κράτους στα μακεδονικά εδάφη της παλαιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησαν οι συνθήκες ειρήνης, που υπαγόρευσαν οι νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις. Στα Βαλκάνια η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (27/11/1919) αναγκάσθηκε να παραχωρήσει τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα, τέσσερες μικρούς θύλακες στο Νέο βασίλειο των Σέρβων, ενώ επέστρεψε τη νότια Δοβρουτσά στη Ρουμανία. Έχασε έτσι οριστικά την έξοδο στο Αιγαίο και απώλεσε επιπλέον Μακεδονικά εδάφη. Εξέλιξη που θεωρείται από τους Βουλγάρους δεύτερη «Εθνική Καταστροφή» (πρώτη θεωρείται το αποτέλεσμα του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου). Έτσι Η Βουλγαρία έχασε τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε κερδίσει κατά το Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Παράλληλα η Συνθήκη του Νεϊγύ, προέβλεπε την εθελοντική και αμοιβαία μετανάστευση των γλωσσικών, θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων ανάμεσα στη Βουλγαρία και Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι περίπου 60.000 Σλαβικής καταγωγής κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, για να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία, σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και άλλοι 40.000 Σλάβοι της ελληνικής Μακεδονίας, κυρίως της Κεντρικής και Ανατολικής που ακολούθησαν τα ηττημένα βουλγαρικά στρατεύματα κατά την διάρκεια και μετά το τέλος του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου. Από την άλλη πλευρά, περίπου 45.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τη Βουλγαρική για την ελληνική επικράτεια, κατά τη χρονική περίοδο 1912 - 1913. Αυξήθηκε σημαντικά η καλλιεργήσιμη γη και η αξία της αγροτικής παραγωγής ανήλθε σε πολλά εκατ. δραχμές. Οι παραπάνω μεταβολές είχαν φυσικά ευεργετική επίδραση και στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, της αγροτικής οικονομίας, της ναυτιλίας και του εμπορίου. Στο συγκοινωνιακό της δίχτυο προστέθηκαν πολλά χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών και αμαξιτών δρόμων και ο κρατικός προϋπολογισμός αυξήθηκε κατά εκατομμύρια χρυσών δραχμών. Οι Βαλκανικές χώρες είχαν κηρύξει απελευθερωτικούς αγώνες από πολλά χρόνια πριν τον πόλεμο, όταν ο εθνικισμός δεν ήταν αντιδραστικός, αλλά ακόμα δημοκρατικός και αγνός, γι’ αυτό οι ηγέτες της αστικής τάξης πραγματοποίησαν την απελευθέρωση εδαφών το 1821. Οι Βαλκανικοί λαοί μόνοι τους, χωρίς την συνδρομή των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, κανόνισαν τους λογαριασμούς τους με την Τουρκία. Ο αστικός τύπος όλης της Ευρώπης, που υπεράσπιζε τους αντιδραστικούς και ιδιοτελείς σκοπούς του περίφημου status guo στα Βαλκάνια, αναγνώριζε τώρα ομόφωνα, ότι άρχισε ένα καινούργιο κεφάλαιο της παγκόσμια ιστορίας.

Η καταστροφή της Τουρκίας ήταν αναμφισβήτητη. Οι νίκες των βαλκανικών κρατών που συνενωθήκανε σε μια τετραπλή συμμαχία (Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα) ήταν τεράστιες, ήταν πια γεγονός η συμμαχία των τεσσάρων αυτών κρατών, με το σύνθημα: «Τα βαλκάνια στους Βαλκανικούς λαούς». Το σύνθημα αυτό ήδη είχε πραγματοποιηθεί. Οι συμμαχικές νίκες των Βαλκανικών χωρών άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στην ευρωπαϊκή ιστορία με την Τουρκία.

Προκύπτουν όμως τα δυο παρακάτω ερώτημα που χρειάζονται απάντηση:

1)Πια σημασία είχε ο Α’ και Β’ Βαλκανικός Πόλεμος σε εκείνες τις συνθήκες, αυτό το νέο κεφάλαιο της παγκόσμιας ιστορίας; Στην Ανατολική Ευρώπη (Αυστρία, Βαλκάνια, Ρωσία), δεν παραμερίστηκαν ακόμα τα δυνατά μεσαιωνικά υπολείμματα, που εμπόδιζαν τρομερά την κοινωνική ανάπτυξη και το δυνάμωμα του προλεταριάτου. Τα υπολείμματα αυτά είναι ο απολυταρχισμός, ο δεσποτικός σκοταδισμός, ο φεουδαρχισμός (τσιφλικάδικη ιδιοκτησία και προνόμια των τσιφλικάδων) και η καταπίεση των εθνικοτήτων. Οι συνειδητοί εργάτες των Βαλκανικών χωρών πρώτη ρίξανε το σύνθημα της συνεπούς λύσης του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια. Το σύνθημα αυτό ήταν: «Ομοσπονδιακή Βαλκανική Δημοκρατία». Η αδυναμία των δημοκρατικών τάξεων στα τότε Βαλκανικά κράτη (ολιγάριθμο προλεταριάτο, χωρικοί αμόρφωτοι με προκαταλήψεις, αστικός πληθυσμός ουσιαστικά και πολιτικά αγράμματοι, κομματισμένοι), οδήγησε την οικονομική και πολιτική ανάγκη που επικρατούσε, να εκφραστεί μέσα από την συμμαχία των Βαλκανικών αντιδραστικών μοναρχιών. Για την απελευθέρωση της Μακεδονίας σημαντική ήταν η συνεισφορά της φιλελεύθερης κυβέρνησης του Βενιζέλου και όχι οι αντιδραστικοί κύκλοι της μοναρχίας. Ωστόσο, το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια έκανε τεράστια βήματα προς τη λύση του. Παρά το γεγονός, ότι στα Βαλκάνια διαμορφώθηκε συμμαχία μοναρχιών και όχι συμμαχία δημοκρατιών, παρά το γεγονός ότι η συμμαχία αυτή πραγματοποιήθηκε για τον πόλεμο και τα συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης και όχι για την Επανάσταση, προς όφελος των λαών, παρ’ όλα αυτά, έγινε ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρός, στην καταστροφή των μεσαιωνικών υπολειμμάτων, στην Ανατολική Ευρώπη. Κρίνοντας τα αποτελέσματα του βαλκανικού πολέμου και τονίζοντας τις συνέπειές του, ο βαλκανικός πόλεμος ήταν ένας από τους κρίκους της αλυσίδας των παγκοσμίων γεγονότων, που φανέρωνε το κραχ του μεσαιωνισμού στην Ασία και στην Ανατολική Ευρώπη. Τα ιστορικά καθήκοντα σε εκείνες τις συνθήκες που στέκονταν μπρος στους βαλκανικούς λαούς, ήταν: Η ίδρυση ενωμένων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, το γκρέμισμα της καταπίεσης των τοπικών φέουδων, η απελευθέρωση των αγροτών όλων των εθνικοτήτων της Βαλκανικής απ’ την τσιφλικάδικη καταπίεση. Τα καθήκοντα αυτά οι βαλκανικοί λαοί μπορούσαν να τα λύσουν πολλές φορές ευκολότερα, με πολύ λιγότερα θύματα, εάν ίδρυαν την «Ομοσπονδιακή Βαλκανική Δημοκρατία» που οραματίζονταν ο Ρήγας και από άλλη σκοπιά ο Λένιν και το συνειδητοποιημένο προλεταριάτο των Βαλκανίων. Ούτε η εθνική καταπίεση, ούτε η εθνική (φυλετική) φαγωμάρα, ούτε η έξαψη των θρησκευτικών διαφορών, θα ήταν δυνατές μέσα σ΄ ένα ολοκληρωμένο και συνεπή δημοκρατικό συνασπισμό. Κι οι βαλκανικοί λαοί θα εξασφάλιζαν μια πραγματικά γρήγορη, πλατειά, ασφαλή και ελεύθερη ανάπτυξη.

Το έμπρακτο παράδειγμα αργότερα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 των Μπολσεβίκων, με τη συνένωση 15 κρατών, για τη δημιουργία της ΕΣΣΔ και η σύντομη ανάπτυξή της από το ξυλάλετρο σε υπερδύναμη μέσα σε 15 χρόνια (1924 - 1939), το επιβεβαιώνει επίσης με την εκτίμηση του και ο γνωστός βρετανός ιστορικός Eric Hobsbawm (μέλος της βρετανικής και αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών ) ότι, σχετικά με το περιεχόμενο και τη σημασία της νίκης των σοβιετικών λαών, επί των δυνάμεων του άξονα: «Η νίκη της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στο Χίτλερ υπήρξε το επίτευγμα ενός καθεστώτος, που οικοδομήθηκε εκεί με την Οκτωβριανή Επανάσταση… χωρίς αυτή (την νίκη) ο δυτικός κόσμος σήμερα θα αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα ένα σύνολο διαφόρων τύπων απολυταρχικών και φασιστικών καθεστώτων…». Μια νίκη που επετεύχθη με τεράστιο ανθρώπινο και υλικό κόστος για τη Σ.Ε., για να σκέπτονται σήμερα ελεύθερα οι άνθρωποι, που ορισμένοι ιδίως δημοσιογράφοι και διανοούμενοι δεν το συνειδητοποίησαν και δεν το εκτίμησαν και συνεχίζουν να συκοφαντούν ασύστολα την πρώην Διοίκηση της ΕΣΣΔ και ΚΚΣΕ στην ηγεσία των οποίων ήταν ο Στάλιν. Δείχνει τις μεγάλες δυνατότητες που θα δημιουργούσε αν πραγματοποιείτο, η «Ομοσπονδιακή Βαλκανική Δημοκρατία». Μετά την ανατροπή της ΕΣΣΔ και την δημιουργία νέων ξεχωριστών καπιταλιστικών κρατών, συγχρόνως είχαν αρχίσει και οι μεταξύ τους πολεμικές συρράξεις και νέες συμμαχίες υποτέλειας με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ενάντια στην Ρωσία και την Κίνα, για τα δικά τους συμφέροντα.

2) Ποιες ήταν οι ιστορικές αιτίες, που βοήθησαν ώστε να μην λυθούν οριστικά τα φλέγοντα ζητήματα των λαών των Βαλκανίων με πόλεμο, που τον καθοδηγούσαν τα αστικά και δυναστικά μοναρχικά συμφέροντα; Η κυριότερη αιτία είναι, η αδυναμία του προλεταριάτου στα Βαλκάνια, η καλλιέργεια του εθνικισμού στους λαούς των Βαλκανικών χωρών και η αντιδραστική επιρροή και η καταπίεση που εξασκούσε η ισχυρή ευρωπαϊκή κεφαλαιοκρατία. Αυτή φοβόταν την πραγματική απελευθέρωση, για να μην θιχτούν τα συμφέροντα της στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Προσπαθούσε και προσπαθεί να υποδαυλίζει το σοβινισμό και την εθνική έχθρα, για να διευκολύνει την πολιτική της ληστείας, για να δυσκολέψει την ελεύθερη ανάπτυξη των καταπιεζομένων στα Βαλκάνια, γι’ αυτό δεν πραγματοποιήθηκε η «Ομοσπονδιακή Βαλκανική Δημοκρατία». Αργότερα για τους ίδιους λόγους διέλυσαν το 1999 την πρώην Γιουγκοσλαβία, αλλά και γιατί οι διοικούντες είχαν ευθύνη, γιατί βάλανε νερό στο κρασί τους, μπάζοντας την ελεύθερη οικονομία της αγοράς μέσα στο σοσιαλιστικό σύστημα και δημιουργήσανε τις προϋποθέσεις για ανατροπή. Οι εκβιασμοί όμως των ιμπεριαλιστών δεν μπόρεσαν να περάσουν στην Κούβα και στην Βόρεια Κορέα, γιατί εκεί δεν υπάρχει έδαφος να αναπτυχθεί ο επιθετικός εθνικισμός, μέσα από την δημιουργία αντιδραστικής αντιπολίτευσης, γιατί δεν υπάρχει ιμπεριαλιστική αστική τάξη και γνωρίζουν να υπερασπίζονται τις πατρίδες τους και το κοινωνικό σύστημά τους, έναντι των εκβιαστικών ιμπεριαλιστών χωρών.

Ο χαρακτήρας της ιστορικής δράσης των λαϊκών μαζών, καθορίζεται από ορισμένες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, καθώς και από οικονομικούς νόμους που δεν εξαρτώνται από τη θέληση των ανθρώπων και δεν μπορούν να τους κατανοήσουν, εάν δεν έχουν εντρυφήσει με τους ταξικούς αγώνες, για να αποκτήσουν ταξική συνείδηση. Οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές καπιταλιστικές δυνάμεις, είχαν και έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες να επηρεάζουν την συνείδηση των λαών και να επεμβαίνουν στα εσωτερικά των εθνοτήτων, παρά το αντίθετο, οι εθνότητες να επιβάλουν λύσεις, όπως έπραξαν το 1821 που ο εθνικισμός ακόμη της αστικής τάξης ήταν αγνός και όχι αντιδραστικός.

Σήμερα ο εθνικισμός είναι αντιδραστικός και αντιπατριωτικός, γιατί αντιδραστική είναι η ντόπια και η Διεθνής κυρίαρχη αστική ιμπεριαλιστική τάξη και η οποία επιδρά στην συνείδηση των ανθρώπων με τους μηχανισμούς που διαθέτει. Για να επιβληθεί στις σημερινές συνθήκες επαναστατική λύση προς όφελος του λαού, προϋποθέτει, ότι τα μέλη και οπαδοί της Εργατικής Τάξης, πρέπει να αποκτήσουν ταξική συνείδηση για να ανατρέψουν την απάνθρωπη καπιταλιστική εκμετάλλευση των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων και την αρνητική κατάσταση σε βάρος της πατρίδας. Διαφορετικά τα εκμεταλλευόμενα στρώματα της κοινωνίας, τα πάντα προδομένα και καταφρονημένα από τους πολιτικάντηδες δημαγωγούς εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου, θα γίνονται απλώς χειροκροτητές τους και βορά του αδηφάγου μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά σε βάρος του λαού, ορισμένοι από τους διοργανωτές στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης ανάφεραν στην ομιλία τους, ότι προέχει το εθνικό, η εκμετάλλευση του ονόματος Μακεδονίας από τους Σκοπιανούς και όχι τα οικονομικά προβλήματα που έχει ο λαός. Μα τα προβλήματα των συνοριακών προστριβών και των αλλοτριωτικών διεκδικήσεων των γειτονικών χωρών, γίνονται με την ανοχή και την καθοδήγηση των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων των ιμπεριαλιστικών χωρών, χωρίς να πάρουν υπόψη τους την ιστορία της Μακεδονίας, γιατί δεν τους ενδιαφέρει. Είτε με τις συνθήκες, όπου αυτοί καθόρισαν το πλαίσιο των συμφωνιών της εδαφικής μοιρασιάς και επικύρωσαν την οριοθέτηση των συνόρων, είτε με το σημερινό εκβιαστικό μεσολαβητικό ρυθμιστικό ρόλο που παίζουν, μέσω του ΟΗΕ για την ονομασία των Σκοπίων, προκειμένου να καλύψουν τα γενικότερα γεωπολιτικά συμφέροντά τους, στη περιοχή.         Όμως θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας και ποιοι συμμετείχαν στα συλλαλητήρια και τι περιεχόμενο δίνανε στις διεκδικήσεις, στα αιτήματα, στα συνθήματα και στις ομιλίες τους και πια είναι γενικά σήμερα η συμπεριφορά τους; Συμμετείχαν δυνάμεις που οπωσδήποτε αποκρύβουν το ρόλο του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., ενώ συνεργάζονται μαζί τους και θέλουν τα Σκόπια να είναι ενταγμένα σ’ αυτές τις λυκοσυμμαχίες. Από ότι φαίνεται τα συλλαλητήρια στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα έγιναν για πρόβα τσένεραλ, για ανασυγκρότηση της άκρας δεξιάς. Το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι ελληνική» δεν εννοούν την ελληνική Μακεδονία, αλλά γενικά τη γεωγραφική περιοχή, αυτό που ονομαζόταν «Μακεδονία» στην αρχαία εποχή και που μοιράστηκε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου σε τέσσερες χώρες. Το μεγαλύτερο κομμάτι το πήρε η Ελλάδα 51%, το δεύτερο μεγάλο κομμάτι το πήρε η Σερβία (Σκόπια) 39%, ένα μέρος πιο μικρό 9,5% έμεινε στη Βουλγαρία και ένα 0,5% πήρε η Αλβανία. Άρα, όταν λένε «η Μακεδονία» γενικά εννοούν και αυτά τα γεωγραφικά όρια της παλιάς Μακεδονίας που δεν ανήκουν στην ελληνική επικράτεια, μιλούν ουσιαστικά με όρους αλυτρωτισμού. Δηλαδή, θέλουν αλλαγή συνόρων. Εννοούν ή έτσι το καταλαβαίνουν και διεθνώς και εδώ, για επέμβαση κατά γειτονικών χωρών για να πάρουμε δήθεν την παλιά Μακεδονία που δεν μας ανήκει σήμερα. Πολλές αρνητικές εξελίξεις σε βάρος της επανειλημμένης προσπάθειας της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από Ρήγα, Υψηλάντη, ΕΑΜ, κ.ά, θα μπορούσαν να αποφθεχθούν, εάν ο ρόλος της πλειοψηφίας της ηγεσίας του κλήρου που επηρέαζε μεγάλο φάσμα κοινωνικών τάξεων ελλήνων, στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές που περνούσε το έθνος, δεν ήταν αντεθνικός και αντιδραστικός, λόγο προνομίων.

Επομένως, από την συμμετοχή της ηγεσίας της εκκλησίας στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών, μπορεί να συμπεράνει κανείς με βεβαιότητα, ότι οι διοργανωτές των συλλαλητηρίων, ήταν κατά πλειοψηφία εθνικιστές ακροδεξιοί, που παρέσυραν με την δημαγωγία τους και δημοκρατικούς πολίτες, όχι για να αποτρέψουν την κυβέρνηση να δεχθεί στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, τη μικτή ονομασία που θα περιέχει το όνομα Μακεδονία, αλλά και για να επιβάλουν μελλοντικές αντιδημοκρατικές και αντιδραστικές λύσεις στην χώρα μας. Η οργανωμένη τραμπουκική άκρατη βία, η χειροδικία σε βάρος αδύναμου ενήλικου προσώπου, του Δημάρχου της Πόλης Θεσσαλονίκης, αμαύρωσε και επισκίασε την εκδήλωση της 19ης Μαΐου για την Γενοκτονία των Ποντίων και έχει εκθέσει την Ελλάδα Διεθνώς. Η τραμπουκική βία είναι απότοκος των δυο εθνικιστικών συλλαλητηρίων που πραγματοποιήθηκαν στην Θεσσαλονίκη και Αθήνα πρόσφατα.

Ενώ η χώρα μας έχει ξεπουληθεί κυριολεκτικά στους τοκογλύφους και έχει χάσει ουσιαστικά την κυριαρχία της, την ανεξαρτησία και ελευθερία της, με τα μνημόνια που ψηφίστηκαν στην Βουλή. Και το κλειδί της οικονομίας έχει περάσει πλέον στα χέρια των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων και καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει λαϊκή κοινωνική πολιτική. Οι διοργανωτές των συλλαλητηρίων ήταν και είναι απόντες από τους καθημερινούς αγώνες των εργαζομένων, συνταξιούχων, μικρομεσαίας αστικής και αγροτικής τάξης για τα ατομικά, πολιτικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, την ελευθερία, την δημοκρατία, το βιοτικό επίπεδο, την παιδεία, την υγεία, την μόνιμη εργασία, την σύνταξη, κ.ά. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, δηλώνουν οι διοργανωτές των συλλαλητηρίων υποκριτικά, ότι προέχει το εθνικό, το όνομα της χρήσης Μακεδονία από τους Σκοπιανούς και όχι η οικονομία που αφορά άμεσα την αξιοπρέπεια, το βιοτικό επίπεδο του λαού και την μελλοντική ασφαλή και δυναμική πορεία της χώρας.

Όπως γνωρίζουμε κάθε πόλεμος έχει ταξικά χαρακτηριστικά, οικονομικά ελατήρια και επομένως ο οικονομικός στραγγαλισμός και η αφαίμαξη κάθε πλουτοπαραγωγικής ικμάδας της χώρας μας σήμερα, ισοδυναμεί με κατοχή από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει η Γερμανία με τα όπλα στην κατοχή, που ευλαβικά υπηρέτησαν οι τότε εθνικιστές, ακροδεξιοί, φασίστες και η πλειοψηφία της ηγεσίας της εκκλησίας, το κάνει μια χαρά με την οικονομία σήμερα και ας αφήσουν «τα πατριωτικά κροκοδείλια δάκρια» για την ονοματολογία, ο σημερινός επιθετικός εθνικισμός, ακροδεξιοί και φασίστες. Οι Τουρκεμένοι του προχτές, που χτες έγιναν Γερμανοντυμένοι και σήμερα έγιναν στηρίγματα - δεκανίκια μιας βάρβαρης απάνθρωπης πολιτικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης από τους διοικούντες πολιτικούς εκπροσώπους της ντόπιας και ξένης ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, δεν μπορούν να επικαλούνται και να καπηλεύονται τα πατριωτικά αγαθά συναισθήματα του λαού.  

Επισημαίνω, ότι οι Ποντιακές Διοικήσεις των Ομοσπονδιών και της ΔΙΣΥΠΕ, να είναι ποιο προσεκτικές, να μην στηρίζουν και συμμετέχουν σε τέτοιου είδους εθνικιστικά συλλαλητήρια, που αμαυρώνουν τον τίμιο αγώνα τους για την Διεθνή Αναγνώριση της Γενοκτονία των προγόνων μας. Ο εθνικισμός ήταν η αιτία από τον οποίο οι πρόγονοί μας υπέστησαν την Γενοκτονίας και τον ξεριζωμό. Ο Νίκος Μαραντζίδης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, πολύ εύστοχα παρατηρεί, ότι: «…Η ατζέντα του συλλαλητηρίου δεν έριξε παρά μόνο νερό στο μύλο της Άκρας Δεξιάς σε όλες τις εκδοχές της, εξτρεμιστική ή υπερσυντηρητική. Δεν εξυπηρετεί κανέναν εθνικό σκοπό, ό,τι κι αν λένε ή νομίζουν οι οργανωτές του. Από το νέο κύκλο εθνικιστικής υστερίας, μίσους και αδιαλλαξίας η μόνη κερδισμένη είναι η λέσχη εθνικοφρόνων, που βρήκε νομιμοποίηση από τους εκπροσώπους της καθιερωμένης Κεντροδεξιάς… Τελικά φαίνεται πως αυτό που συνδέει το σύνολο της δεξιάς πλευράς του πολιτικού φάσματος, δεν είναι τα ατομικά δικαιώματα, η ελευθερία και η δημοκρατία. Ο ελάχιστος δεξιός παρανομαστής είναι η εθνικοφροσύνη».

Ποτέ διαχρονικά, αυτοί που πρέσβευαν τον επιθετικό εθνικισμό δεν λειτούργησαν λογικά, δημοκρατικά, πατριωτικά και απελευθερωτικά, ήταν πάντα με τους δυνάστες και συνεργάζονταν με τις κατοχικές δυνάμεις, όπως και η πλειοψηφία της ηγεσίας της εκκλησίας. Καραδοκούσαν πάντα να επωφεληθούν και να επιβληθούν με αντιδημοκρατικές αντιδραστικές μεθοδεύσεις, μετά από την Επικράτηση των Απελευθερωτικών Αγώνων των Δημοκρατικών Επαναστατών. Εν ολίγοις, κανένας απελευθερωτικός αγώνας δεν ξεκίνησε στην ιστορία της Ελλάδας, από ανθρώπους που ασπάσθηκαν τον επιθετικό εθνικισμό. Ήταν πάντα τροχοπέδη-οπισθοδρόμηση στην δημοκρατική, προοδευτική εξέλιξη των ανθρώπων και στην δημοκρατική πορεία της χώρας μας. Όσον αφορά την χρήση του ονόματος Μακεδονία, καλό είναι να μην χρησιμοποιηθεί το όνομα Μακεδονία για να αποκλειστεί η εκμετάλλευση της ιστορίας της από τους Σκοπιανούς. Ως τόσο όμως, δεν είναι η ονοματολογία που θα αποκλείσει τον αλυτρωτισμό των γειτόνων. Η Τουρκία δεν βάζει αξιοποίηση ονοματολογίας, αλλά ζητά αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης για τα νησιά.

Πρέπει να γίνει κατανοητό, όπως προαναφέρω, ότι ένα τμήμα, το 39% της Μακεδονίας κατοικείται από Σκοπιανούς. Δεν πρέπει να δοθεί το βάρος στην ονοματολογία, στα «βαφτίσια», αλλά να δοθεί σε ουσιαστικά ζητήματα, αυτά που συνιστούν αλυτρωτισμό, που είναι η πηγή του αλυτρωτισμού και όλων των διεκδικήσεων σε βάρος της ιστορικότητας της Μακεδονίας. Κι αυτά είναι: Το σύνταγμα που πρέπει ν’ αλλάξει πριν καταλήξουν σε οριστική συμφωνία, η εξάλειψη του αλυτρωτισμού, η εξάλειψη της διαστρέβλωσης της ιστορικής διδασκαλίας για την Μακεδονία, από τα βιβλία των σχολείων, όλα τα ζητήματα τα οποία οδηγούν σε αλλαγές συνόρων κ.λπ.. Το ξεκαθάρισμα, ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος, μακεδονική εθνότητα, μακεδονική γλώσσα, μακεδονικός λαός, είναι ανιστόρητα όλα αυτά, γιατί αυτά είναι η βάση του αλυτρωτισμού, αυτά εγείρουν και ζητήματα μειονότητας, άρα και διεκδικήσεων, δήθεν υπεράσπισης δικαιωμάτων. Την μη ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., που είναι παράγοντες περαιτέρω αποσταθεροποίησης στα Βαλκάνια. Δεν προσφέρουν ούτε ασφάλεια, ούτε σταθερότητα, ούτε ειρήνη, αυτό αποδείχθηκε διαχρονικά από την ίδρυση τους μέχρι σήμερα. Αντίθετα θα είναι παράγοντας ανασφάλειας, παραπέρα αποσταθεροποίησης, πολεμικών εμπλοκών και προβλημάτων.

Σύνθετη ονομασία με αυστηρά γεωγραφικό προσδιορισμό για εσωτερική και εξωτερική χρήση, είναι οι εγγυήσεις και η ασφάλεια για πραγματική λύση. Εκτός κι αν «δε γουστάρουμε τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που μοίρασε τα σύνορα, την οποία υπέγραψε και η Ελληνική κυβέρνηση του Βενιζέλου, άρα πρέπει να πάμε και λίγο παραπάνω στην Αλβανία και λίγο παραπάνω στην Σερβία και λίγο παραπάνω στη Βουλγαρία και να τα πάρουμε και να τα κάνουμε ελληνικά, να φτάσουμε μέχρι την Πόλη».

Και μετά να έχει δίκαιο και ο Ερντογάν, που λέει να αμφισβητηθεί η Συνθήκη της Λωζάννης και να τη βάλουμε πάλι επί τάπητος, «γιατί μας πήρε τότε τα νησιά» και πάει λέγοντας. Όλα αυτά τα ανιστόρητα και τα επικίνδυνα που λέει η Τουρκική αστική τάξη, ο Ερντογάν και οι υπόλοιποι που εγείρουν διεκδικήσεις είναι επικίνδυνα και χρειάζεται μεγάλη προσοχή το τι λέμε και τι πράττουμε. Η γνώμη μου είναι, ότι δεν πρέπει να αγγίζουμε αυτές τις διεθνείς Συνθήκες, μάλιστα σε περίοδο οικονομικής χρεωκοπίας της χώρας και ανώμαλου γεωπολιτικού περιβάλλοντος ανταγωνισμών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που ζει ο λαός, γιατί θα «ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου», οι οποίες προέκυψαν μετά από αιματηρούς παγκόσμιους και Βαλκανικούς πολέμους, τον προηγούμενο αιώνα. Δυστυχώς δεν ακούστηκε το 1992 το ΚΚΕ και δόθηκε το βάρος στα «βαφτίσια», με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε αδιέξοδα, τα οποία συνεχίζονται, γιατί και η σημερινή ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί τον ίδιο δρόμο, καθώς και όλες αστικές πολιτικές δυνάμεις στη χώρα μας.

Θεσσαλονίκη 30 Μαΐου 2018

Με ταξικούς πατριωτικούς χαιρετισμούς

ο ανιστόρητος Κώστας Χάρης