Με ιδιαίτερη χαρά αλλά και συγκίνηση βρίσκομαι σήμερα εδώ για να παρουσιάσουμε μια ακόμη μελέτη, δυστυχώς την τελευταία, του αείμνηστου αγαπημένου μας ιστορικού και καθηγητή Στάθη Πελαγίδη σχετικά με ένα ανερεύνητο μέχρι πρόσφατα ζήτημα της νεοελληνικής ιστορίας.
Πρώτα απ’ όλα χαίρομαι διότι ο Στάθης Πελαγίδης αντιπροσώπευε την προηγούμενη γενιά από την οποία πήραμε τη σκυτάλη εμείς οι νεότεροι και μάλιστα εκείνη τη γενιά, η οποία βοηθούσε τους νεότερους να εξελιχθούν και δεν τους έβλεπε ανταγωνιστικά προβάλλοντας τους προσκόμματα.
Είναι ευρύτερα γνωστό, όχι μόνο στην επιστημονική κοινότητα, ότι ο Στάθης Πελαγίδης αποτέλεσε τον πρώτο επιστήμονα που τεκμηρίωσε με πλούσιο αρχειακό υλικό το προσφυγικό ζήτημα, πολύ πριν αυτό καταστεί επίκαιρο λόγω επετειακών εορτασμών. Η συμβολή του στο προσφυγικό ζήτημα είναι καίριο γεγονός που καταφαίνεται από το γεγονός της συνεχούς παραπομπής στα έργα του από όσους νεότερους ερευνητές ασχολούνται με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Το βιβλίο ξεκινά με τον πρόλογο που έγραψε η έγκριτη ιστορικός καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, πανεπιστήμιο στο οποίο υπηρέτησε ο Πελαγίδης, αλλά κι απ’ όπου έλαβα και εγώ το διδακτορικό μου, η κυρία Σοφία Ηλιάδου-Τάχου. Και η ίδια, όπως θα επισημανθεί και σήμερα εδώ, τονίζει την σημασία του συγκεκριμένου έργου ως προς την κάλυψη ενός σημαντικού κενού στην ελληνική ιστοριογραφία. Αναφέρει ότι εκτός από τις εργασίες του ιστορικού Γιάννη Γκλαβίνα, την Έκθεση και τον πρόσφατο συλλογικό τόμο που εξέδωσαν οι Καμούζης, Μακρής και Μηνασίδης δεν υπήρξε άλλη συστηματική μελέτη για τους αγνοούμενους Έλληνες στρατιώτες και πολίτες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στη συνέχεια αναφέρεται στις πηγές που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας και καταλήγει εκ νέου, κλείνοντας τον πρόλογο, στην σπουδαιότητα του συγκεκριμένου βιβλίου, υπογραμμίζοντας την πεποίθηση της πως η συγκεκριμένη εργασία θα δώσει το έναυσμα σε νέους επιστήμονας να συνεχίσουν την έρευνα γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα.
Στον πρόλογο του ο συγγραφέας αναφέρεται και ο ίδιος εξαρχής στο κενό που έρχεται να καλύψει η συγκεκριμένη μελέτη. Πρώτη και βασική αναφορά γίνεται στην Έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής του 1923 για τους Έλληνες στρατιωτικούς αιχμαλώτους (Οι Έλληνες αιχμάλωτοι εν Τουρκία. Πώς μετεχειρίσθησαν αυτούς οι Τούρκοι. Έκθεσης της μερίμνη του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, καταρτισθήσεις διεθνούς ανακριτικής επιτροπής, Εν Αθήναις Ιούνιος 1923). Στη συνέχεια αναφέρεται στο πλαίσιο γύρω από το οποίο δημιουργείται το Μικρασιατικό Ζήτημα (τα συμμαχικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη, ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αποβιβάζεται στη Σμύρνη, ταυτόχρονα με την αντίστοιχη παρουσία του Κεμάλ στην Σαμψούντα, ο διαβρωτικός ρόλος του Εθνικού Διχασμού και τέλος η ενίσχυση των Μεγάλων Δυνάμεων στον Κεμάλ).
Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας αναφέρεται ευθύς εξαρχής στα αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής και συνεπακόλουθα στα αίτια που οδήγησαν στην αιχμαλωσία των στρατιωτικών. Ευθύνες τις οποίες δεν αναζητά μόνο στην πλευρά των συμμάχων ή των εχθρών αλλά πρώτα και κύρια ευθύνες που εκπορεύονται από την ελληνική πλευρά, τόσο πολιτικές όσο και στρατιωτικές. Ευθύνες οι οποίες οδήγησαν στην κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η δομή του βιβλίου είναι κάπως διαφορετική από αυτή που μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας, δηλαδή, σε αντίθεση με τις άλλες ιστορικές του μελέτες, τον πρώτο λόγο εδώ τον έχουν οι πηγές του. Έτσι, ξεκινώντας στο πρώτο μέρος χρησιμοποιεί χωρία από το κείμενο του Σμυρνιού στρατιώτη, αιχμάλωτου κι εκείνου Χρίστου Σπανομανώλη, καθώς και αποσπάσματα από τις εφημερίδες της εποχής, χρονογραφήματα ουσιαστικά προκειμένου να φωτίσει το θέμα του. Με μαεστρία περιπλέκει τις ιστορικές περιόδους και από τις σκηνές που περιγράφει κατά τις περιόδους της δόξας, όταν οι στρατιώτες κινούσαν ελευθερωτές και δοξάζονταν από το πλήθος και τους προέδρους των διαφόρων σωματείων, περνά στην περίοδο της επιστροφής κάποιων εξ’ αυτών, σωστά κουρέλια σωματικά και ψυχικά, και στην αποβάθρα των τρένων να μην τους περιμένει κανείς.
Τόσο ο Σπανομανώλης αλλά και σε άλλες αναφορές στρατιωτικών στη βιβλιογραφία επαναλαμβάνεται το γεγονός ότι «Η καταστροφή επήλθεν από την διχόνοια των πολιτικών μας ηγετών … και … από την ενίσχυση των Τούρκων σε οπλισμό από τους συμμάχους μας… ας το πάρουν απόφαση… εμείς δεν νικηθήκαμε». Μεταξύ άλλων αιτιών για την ήττα αναφέρεται και η αντικατάσταση ικανών αξιωματικών από ανίκανους, η διάδοση ότι πολεμούσαν άνευ ανωτέρου εθνικού σκοπού, αλλά και ο κλονισμός του φρονήματος των στρατιωτών από προκήρυξη αυτομολησάντων δήθεν Έλληνων στρατιωτών, τον Αύγουστο μάλιστα του 1922, στην οποία υπογράμμιζαν ότι ο πόλεμος ήταν ταξικός των κεφαλαιούχων και των τραπεζικών.
Ο συγγραφές αναφέρει τα αριθμητικά δεδομένα των αιχμαλώτων και συγκεκριμένα 56.520 Έλληνες, εκ των οποίων 54.000 οπλίτες, 2.520 αξιωματικοί, εκ των οποίων τέσσερις στρατηγοί. Αντίστοιχα οι Τούρκοι αιχμάλωτοι αριθμούσαν 3.040 εκ των οποίων 2.700 οπλίτες και 340 αξιωματικοί.
Τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος αυτών των αιχμαλώτων είναι φρικτά. Αυτός είναι και ο λόγος ότι οι Τούρκοι κατέβαζαν τον αριθμό των αιχμαλώτων από 54.000 σε 32.000, τους υπόλοιπους τους είχαν εκτελέσει. Αυτά τα ονομάζει εγκλήματα ερυθρού θανάτου. Από αυτούς δε τους 32.000 οι μισοί «πέθαναν» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας καταγράφει και αποδελτιώνει και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου εκεί περιγράφει και τις συνθήκες της άθλιας διαβίωσής τους, από τις οποίες πεθαίνει επίσης ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των αιχμαλώτων. Αυτά τα ονομάζει εγκλήματα λευκού θανάτου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνθηκών ζωής μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι αυτό που μεταφέρει από τη μαρτυρία του στρατιώτη Δούκα στην εφημερίδα της Μακεδονίας (σελ. 47).
Εκτός όμως από τους λευκούς και ερυθρούς θανάτους των αιχμαλώτων, όπως τους ονομάζει ο συγγραφέας ανυπόφοροι ήταν και οι ηθικοί εξευτελισμοί και οι ταπεινώσεις. Μάλιστα για την παράδοση ενός ελληνικού συντάγματος ο Κεμάλ διέταξε να γυριστεί ταινία, ενώ και οι αξιωματικοί, ακόμη και οι στρατηγοί υποχρεώνονταν σε ταπεινωτικές εργασίες. Όταν έφτασε η ώρα να επιστρέψουν στην Ελλάδα, όσοι είχαν επιζήσει ασφαλώς, τους εφοδίαζαν με το ντροπιαστικό προπαγανδιστικό έντυπο (δημοσιεύεται στις σσ. 55-56) και στο οποίο εξαίρονταν η μεγαλοψυχία των Τούρκων.
Για όλα τα παραπάνω ο συγγραφέας εκτός από τις εφημερίδες και την Έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής αναφέρει και τις προσωπικές εμπειρίες του Χρίστου Σπανομανώλη, οι οποίες περιέχονται στο βιβλίο που εξέδωσε στην Αθήνα το 1969 με τίτλο: Αιχμάλωτοι των Τούρκων. Βέβαια, αρχικά κυκλοφόρησε σε συνέχειες στην εφημερίδα Έθνος το 1932. Ο Σπανομανώλης αναφέρεται στους θανάτους των αιχμαλώτων στο στρατόπεδο κοντά στο Ουσάκ, οι οποίοι προέρχονταν από σκόπιμη έλλειψη νερού και τροφής, από χτυπήματα, αγγαρείες και άθλιες συνθήκες διαμονής. Το αδιανόητο είναι ότι ακόμη και τα νοσοκομεία στα οποία θεωρητικά θα έπρεπε να περιθάλπουν τους αιχμαλώτους, χρησιμοποιούνταν προκειμένου να τους εξοντώσουν. Ενδεικτικό του υψηλού ποσοστού θνησιμότητας είναι το γεγονός πως στο στρατόπεδο του Αφιόν Καράχισάρ που είχαν μεταφερθεί οι αιχμάλωτοι του Ουσάκ από τους 6.000 χιλιάδες και σε διάστημα ενός έτους (Αύγουστος 1922-Αύγουστος 1923) επέζησαν μόνο οι 1.200.
Στη συνέχεια του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρεται στα βιογραφικά των τεσσάρων στρατηγών που πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι στρατηγοί αυτοί ήταν οι Νικόλαος Τρικούπης, Δημήτριος Δημαράς, Κίμων Διγενής και Νικόλαος Κλαδάς. Μάλιστα αναφέρει και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, όπως από την προσωπική συνάντηση του Τρικούπη με τον Κεμάλ ή την προσπάθεια του Κλαδά να αυτοκτονήσει διότι «δεν άντεχε να αναλογίζεται την ελληνική ήττα και να υποφέρει τα δεινά της αιχμαλωσίας». Κλείνει αυτό το μέρος του βιβλίου με τις δηλώσεις αντίστοιχα του Τούρκου στρατηγού που πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Έλληνες Τζαφέρ Ταγιάρ, ο οποίος έκανε λόγο για καλές συνθήκες κράτησης. Και τέλος με τους αριθμητικούς πίνακες με τις εκατόμβες των θυμάτων των στρατιωτών (σελ.77) και τους διοικητές της στρατιάς Μικράς Ασίας (σελ. 78).
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας καταπιάνεται με την Σύμβαση της Ανταλλαγής των αιχμαλώτων Πολέμου (30 Ιανουαρίου 1923). Εκεί αφού περιγράφει τα βασικά άρθρα που αφορούν τις λεπτομέρειες και τα διαδικαστικά των Συνθηκών καταλήγει στο εξής τραγικό συμπέρασμα. Από τους 60.000, όπως τους υπολογίζει Έλληνες αιχμάλωτους επιστρέφουν μόνο οι 15.500 στρατιώτες και 1000 αξιωματικοί, σε αντίθεση με τους Τούρκους που επιστρέφουν όλοι. Επιπλέον ενώ η μεταφορά των αιχμαλώτων έπρεπε να πραγματοποιηθεί άμεσα, εντός δυο εβδομάδων από την υπογραφή της Συνθήκης (30 Ιανουαρίου 1923) όπως όριζαν οι συνθήκες και είχαν υπογράψει τα δυο μέρη, με υπαιτιότητα της Τουρκίας καθυστέρησε τουλάχιστον ένα έτος.
Στο Β΄ κεφάλαιο του δεύτερου μέρους ο Πελαγίδης αφού εξετάζει τις συνθήκες αναλύει τα πρακτικά ζητήματα που προκύπτουν από την διαδικασία ανταλλαγής των αιχμαλώτων. Ένα από τα βασικά ζητήματα που προκύπτουν είναι η καθυστέρηση της αναχώρησης των Τούρκων αιχμαλώτων εξαιτίας των σκληρών διωγμών στους Έλληνες του Πόντου. Παράλληλα οι Τούρκοι δεν έδιναν στη Διεθνή Επιτροπή σκοπίμως τον πλήρη κατάλογο καθώς ήδη πολλοί είχαν εκτελεστεί ή πεθάνει από τις κακουχίες. Το ίδιο ίσχυε και για τους πολιτικούς κρατούμενους τους οποίους επίσης η Τουρκία κατακρατούσε με διάφορες δικαιολογίες, κυρίως ως οθωμανούς υπηκόους.
Στο γ΄ κεφάλαιο περιγράφονται οι ενέργειες στις οποίες προέβη η Ελλάδα μέσω των διεθνών οργανισμών κυρίως μετά την οικτρή κατάσταση στην οποία επέστρεφαν οι αιχμάλωτοι. Έτσι οργανώθηκαν επισκέψεις ξένων αξιωματούχων μελών διπλωματικών αποστολών και διεθνών επιτροπών στα λοιμοκαθαρτήρια προκειμένου να διεθνοποιηθεί η κατάσταση. Στο τέλος περιγράφει και τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν και μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας καταγράφει τις ανακρίσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά των στρατιωτικών αιχμαλώτων με πρόεδρο της ανακριτικής επιτροπής τον στρατηγό μακεδονομάχο Αλέξανδρο Μαζαράκη. Μάλιστα προχωρά στην αναδημοσίευση του επίσημου κειμένου της εκθέσεως Μαζαράκη σκιαγραφώντας με άλλα λόγια τα αίτια που οδήγησαν στην Μικρασιατική Καταστροφή. Ευθύνες επιρρίπτονται και στην κυβέρνηση Γούναρη αλλά και στον στρατηγό Χατζηανέστη αλλά και τους διοικητές των μονάδων με κυριότερη την «άσκοπον και πολύνεκρον εκστρατείαν του Σαγγαρίου». Ευθύνες οι οποίες αποδόθηκαν και ξεπληρώθηκαν με την δίκη και εκτέλεση των Έξι.
Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας μιλά για την μέριμνα για τους στρατιωτικούς αιχμαλώτους η οποία διαχωρίζεται σε δυο φάσεις στην πρώτη που αφορά την περίοδο αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και αιχμαλωσία, από 1η Σεπτεμβρίου, συνεπώς μιλάμε για μέριμνα προς τις οικογένειες τους και η δεύτερη από τις αρχές Απριλίου του 1923 οπότε αρχίζουν σταδιακά και επιστρέφουν οπότε μιλούμε για μέριμνα τόσο στους ίδιους όσο και στις οικογένειες τους. Δυστυχώς όμως όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας η μέριμνα υπήρξε υποτυπώδης για ελάχιστο χρονικό διάστημα και χωρίς καμιά μελλοντική προοπτική. Την ίδια σχεδόν αδράνεια και αδιαφορία επιδεικνύει και η κοινωνία, εκτός από κάποιες οργανώσεις παλαιών πολεμιστών, η οποία θα έπρεπε κάπως να ξεπληρώσει το χρέος της σ’ αυτούς τους ανθρώπους που επέστρεψαν κυριολεκτικά ράκη από το μέτωπο της Μικρασίας.
Παρά την τραγική εικόνα που περιέγραψε ο συγγραφέας στις προηγούμενες σελίδες του βιβλίου κλείνει με έναν θετικό επίλογο και δημοσιεύει ένα απόσπασμα του Λεωνίδα Ιασωνίδη περιγράφοντας πώς η Ελλάδα πέρασε από την τραγωδία στην αναγέννηση.
Το βιβλίο συνοδεύεται από πλούσιο εποπτικό υλικό, φωτογραφίες και χάρτες διευκολύνοντας τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το περιεχόμενο του αλλά και την εποχή.
*Ομιλία του δρ Θεοδόση Κυριακίδη στην παρουσίαση του βιβλίου του αείμνηστου καθηγητή Ευστάθιου Πελαγίδη «Μικρασιατική Καταστροφή. Η «Ζωή εν Τάφω», των Ελλήνων στρατιωτών αιχμαλώτων»στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024.
Περισσότερες λεπτομέρειες διαβάστε στο ακόλουθο Link