ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΑΡΝΑΝΙΔΗ
Ένα από τα πλέον σημαντικά μας έθιμα που επαναλαμβάνεται και τηρείται και στις μέρες μας από πάρα πολλές ποντιακές οικογένειες είναι το έθιμο, «τ’ αποθαμενίων το κερίν». Είναι η ανάμνηση των αγαπημένων και λατρεμένων μας νεκρών. Το άναμμα ενός κεριού, η ικανοποίηση μιας από τις απαιτήσεις των προσφιλών μας νεκρών κατά την παραμονή των Φώτων.

«τα Φώτα θέλω το κερί μ΄’!
και τη ψυχού κοκκία
και την Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντίλιν δάκρυα».
Είναι το άτυπο μνημόσυνο που αναβιώνει κάθε χρόνο την παραμονή των Φώτων σε κάθε ποντιακό σπίτι στη Ματσούκα και κατά πάσα πιθανότητα και σε κάθε ποντιακό σπίτι γενικά, αν λάβουμε υπ’ όψη μας τη αναφορά του Παντελή Μελανοφρύδη στο άρθρο του «το λαϊκόν Ποντιακόν εορτολόγιον» (Ποντ. Φυλλα τεύχ. 25 σελ.18) όπου θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

MATSOYKA.KERIN.EIKONA.15.1.20177
Μνημόσυνο, λοιπόν. Ο όρος βγήκε από το όνομα της μυθικής θεότητας Μνημοσύνης που κατά τον Πίνδαρον είναι κόρη του Ουρανού και της Γαίας και μία από τις έξη επίσημες γυναίκες του Δία με την οποία συνευρέθει επί εννιά μέρες υπακούοντας στην παράκληση των θεών του Ολύμπου για να γεννηθούν οι δυνάμεις εκείνες ( οι εννιά μούσες) που θα διαιώνιζαν στους ανθρώπους λόγω ανυπαρξίας της γραφής τα της Τιτανομαχίας και της εν τέλει νίκης των θεών κατ’ αυτών. Το μνημόσυνο, λοιπόν, είναι μια τελετή ανάμνησης και εν προκειμένω ανάμνησης των νεκρών. Όπως ήδη φάνηκε από την ετυμολογία της λέξης μνημόσυνο και την αναφορά μας στη μυθολογία, το έθιμο του μνημόσυνου έχει τις ρίζες του στην Ελληνική μυθολογία στην Ελληνική αρχαιότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως με τις προσευχές τους μπορούν να εξευμενίσουν τους θεούς και να πετύχουν άφεση των αμαρτιών των προσφιλών τους νεκρών (Ιλιάδα Ραψ.Ι, στ. 497 και εξής). Κυρίως ήθελαν να εξευμενίσουν τον Θάνατο, τον πλέον σκληρό και ανάλγητο θεό που ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου και των Ονείρων και ο μόνος θεός που δεν συγκινείται με δώρα και θυσίες ούτε από παιάνες και άσματα, «μόνος γαρ θεών θάνατος ου δώρων ερά, ουδ’ αν τι θύων, ουδ΄εστι βωμός, ουδέ παιανίζεται» λόγος για τον οποίο δεν υπήρχε κανένας βωμός γι’ αυτόν. Αυτής, βέβαια, της πίστης υπήρχε εκμετάλλευση από επιτήδειους αγύρτες ιερείς οι οποίοι πλησίαζαν πλούσιες οικογένειες και έναντι αδράς αμοιβής υπόσχονταν την προς τους θεούς δυσώπηση για ευμένεια των προσφιλών τους νεκρών. Στην αρχαιότητα λοιπόν τελούνταν μνημόσυνα τα λεγόμενα νεκύσια. Έτσι έχουμε τα τριήμερα, τα εννεαήμερα και τα τριακονθήμερα (τριακάς) όπως λέγονταν, μνημόσυνα. Στα νεκύσια πρόσφεραν κρασί, λάδι, αρώματα και θυσίαζαν αλέκτορες, όρνιθες ή άλλα ζώα κατά προτίμηση μελανού (μαύρου) χρώματος.

Στην Παλαιά Διαθήκη μοναδικό μνημόσυνο από τους Εβραίους αναφέρεται στο βιβλίο των «Μακαβαίων» Α και Β, αυτό του Ιούδα, του αρχηγού του απελευθερωτικού κινήματος που μετά την νίκη του επί του Απολλώνιου και του τοποτηρητή Αντίοχου Δ΄ επέστρεψε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ και απέδωσε τα λάφυρα του πολέμου (δισχιλίας δραχμάς) στο ναό σαν μνημόσυνο υπέρ των πεσόντων και συγχωρήσεως του αμαρτήματος της προς στιγμή πίστεώς τους στα είδωλα, λόγος για τον οποίο τιμωρήθηκαν και έπεσαν στα πεδία των μαχών. Καμία άλλη περίπτωση μνημόσυνου δεν αναφέρεται από τους Εβραίους εξ ου και το συμπέρασμα ότι τα σημερινά μνημόσυνα είναι συνέχεια του αρχαίου Ελληνικού εθίμου. Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε τα δείπνα που πραγματοποιούνταν στους τάφους των νεκρών τα «περίδειπνα» στον Όμηρο κάτι που συνέβαινε και στους άλλους λαούς όπως Αιγυπτίους, Ρωμαίους, Βαβυλωνίους, Κινέζους και Ιάπωνες.

Κατά την Αγία Γραφή υπάρχει σχέση μεταξύ των ψυχών νεκρών και των επί γης ζώντων. Έτσι οι εν ζωή ευρισκόμενοι «κάμπτομεν γόνυ μετά των νεκρών», «ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψει επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλιπ. Κεφάλ. 2, εδάφιον 10 ), οι δε νεκροί έχοντες γνώση της πορείας της σωτηρίας των επί της γης «χαίρουσιν επί τη προόδω αυτής» (Ιω.Αποκ.). Ο θάνατος λοιπόν κατά την χριστιανική αντίληψη είναι μια μετάβαση από τη μια κατάσταση (ζωή) στην άλλη (θάνατος) και δεν είναι διακοπή της ύπαρξης του ανθρώπου. Η δε σχέση των ζώντων προς τους νεκρούς και τανάπαλιν δεν είναι σχέση καθ’ έκαστον αλλά σχέση εκκλησίας ζώντων και τεθνεώτων, σχέσης εστρατευμένης και θριαμβεύουσας εκκλησίας. Σ’ αυτή τη σχέση βρίσκεται και το ωφέλιμο της προσευχής των ζώντων «υπέρ των εν πίστει κοιμηθέντων» και τανάπαλιν. Κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό η μνήμη των νεκρών και η θέσπιση των μνημοσύνων έγινε από τους Αποστόλους. «επί των αχράντων μυστηρίων μνήμην ποιείσθαι των πιστώς κοιμηθέντων» Η άποψη αυτή θεμελιώνεται και από άλλους πατέρες της εκκλησίας όπως ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο αδελφός του Μ. Βασιλείου Γρηγόριος ο Νύσσης ο οποίος λέγει ότι, «αι ευχαί ζώντων ωφελούσι τους εν πίστει κοιμηθέντας» διότι «πολλαπλασίονα δίδωσιν ο Θεός και των υφ’ ων προσάγονται και αυξάνει η φιλαδελφία καθίσταται βεβαία η της αναστάσεως ελπίς, κρατύνεται η προς τον Θεόν ευχή και πλατύνεται η ευεργεσία προς τους πένητας.»

Μνημόσυνα για κάθε νεκρό γίνονται 1) στις τρεις μέρες, τα τριήμερα που είναι σχετικά με την τριήμερη ανάσταση του Χριστού 2) τα εννιάμερα και 3) το σαραντάημερο που είναι σχετικό με την επί σαράντα ημέρες παρουσία του Ιησού επί της γης μετά την ανάστασή του, εξ ου και η δοξασία ότι η ψυχή του νεκρού περιφέρεται μεταξύ των οικείων για σαράντα ημέρες μετά το θάνατό του. Ακόμη τελούνται και τα τρίμηνα, εξάμηνα και ετήσια καθώς και τα τρίχρονα και τα εξάχρονα μνημόσυνα. Εκτός από τα καθιερωμένα καθ’ έκαστον μνημόσυνα αυτά δηλαδή που κάνει ο καθένας για τους οικείους του, υπάρχουν και αυτά που τελεί η εκκλησία «υπέρ των εν πίστει κοιμηθέντων πατέρων και αδελφών ημών». Έτσι, για τους λαϊκούς τελείται μνημόσυνο κατά τον εσπερινό της Παρασκευής των Απόκρεω και για τους κληρικούς κατά τον εσπερινό της Παρασκευής της Τυροφάγου. Τέλος μνημόσυνα τελούνται κατά το ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων, το Σάββατο του Λαζάρου και κατά τον εσπερινό της Παρασκευής πριν από την Πεντηκοστή. Κατά τα μνημόσυνα, τέλος, μοιράζονται στους παραβρισκόμενους τα γνωστά «συγχώρια» όπως τα λέει ο λαός μας δηλαδή κόλλυβα ή «σπερνά», ελιές, κονιάκ, ή «μακαριές» εξ ου και τα γνωστά μας μακαρόνια. Θα ήταν πραγματική παράληψη αν δεν αναφέραμε εδώ ότι συνηθίζεται κυρίως από τις Ποντιακές οικογένειες να καλούνται, κατά τα μνημόσυνα, στο σπίτι οι συγγενείς και οι φίλοι, ακόμα και ολόκληρο το εκκλησίασμα όπου τους παρατίθεται κανονικό γεύμα.

Στον Πόντο το χριστιανικό μνημόσυνο καθιερώθηκε σύμφωνα με τους πατέρες της εκκλησίας από την εποχή του Αποστόλου Ανδρέα ο οποίος ως γνωστό κήρυξε εκεί πρώτος το Ευαγγέλιο. Η καθολική Εκκλησία από τον 6ο αιώνα και μετά δεν τελεί μνημόσυνα. Νομίζω, τέλος, πως στην κατηγορία των μνημόσυνων μπορούν να ενταχθούν κατά κάποιο τρόπο και τα λεγόμενα τρισάγια που γίνονται πάνω στα μνήματα με την παρουσία του ιερέα και την αναπομπή κάποιας δέησης και την εκφώνηση ορισμένων τροπαρίων της νεκρώσιμης ακολουθίας.

Εκτός από τα μνημόσυνα που αναφέραμε τα οποία είναι καθιερωμένα στην ορθόδοξη κοινωνία και περιβάλλονται πάντοτε τη μορφή κάποιας ιεροτελεστίας, υπάρχουν και τα άτυπα μνημόσυνα τα λεγόμενα φιλολογικά.

Ένα από τα άτυπα μνημόσυνα που γίνονται χωρίς την παρουσία ιερέα είναι και αυτό της παραμονής των Φώτων που συνηθίζονταν και εξακολουθεί να γίνεται και σήμερα σε κάθε ποντιακό σπίτι της Ματσούκας πιθανότατα όμως και σε ολόκληρο τον Πόντο όπως πληροφορούμαστε από τον Παντελή Μελανοφρύδη όπως και στην αρχή αναφέραμε. Το πώς καθιερώθηκε αυτό το έθιμο και γιατί επιλέχθηκε η παραμονή των Φώτων για την τέλεσή του είναι αντικείμενο έρευνας. Ίσως οφείλεται στη βαθύτατα κατανυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η γιορτή των Θεοφανίων και στη μοναδική φορά συνεμφάνισης της τρισυπόστατης Θεότητας όπου, Ο Πατήρ εμφανίζεται λέγων «Συ ει ο υιός μου ο αγαπητός, εν σοι ηυδόκησα» (Μαρκ. Κεφ. Α εδ. 11), το Άγιο Πνεύμα σαν περιστέρι «και καταβήναι το Πνεύμα το Άγιον σωματικώ είδει ωσί περιστεράν επ’ αυτόν» (Λουκ. Κεφ. Γ, εδ. 22 α ) ο δε Ιησούς βαπτιζόμενος υπό του Προδρόμου. Αυτή λοιπόν, η αμεσότητα επικοινωνίας ουρανού και γης, Θεού και ανθρώπων, ίσως είναι η γενεσιουργός αιτία δημιουργίας αυτού του ωραιότατου και γεμάτου από συγκίνηση εθίμου. Εκείνο που έμεινε σε μένα από τα παιδικά μου χρόνια σαν εικόνα και παράδοση είναι ότι το βράδυ της παραμονής των Φώτων «αμον ντ΄επ’αίγνεν να σκοτινεύ’, εφέρνεν η μάννα μ’ το καρσάν με τα κοκκία απέσ’ σο μεσοδώμ’, εθέκνεν ατο απάν΄σο τραπέζ’ και επ’ εκεί επαίρνεν έναν κερόπον και απέσ’ σο μαύρον την σκοτίαν έφτηνεν ατο και εκάρφωνεν ατο απέσ’ σο καρσάν με τα κοκκία, εποί’νεν τρανά μετάνοιας και βαθέα γονατοκλισίας και κατ’ επουστούριζεν κι επεκεί εσκούτον ένοιεν τα χhέρια τ’ς και ετέρνεν σον ουρανόν κιαν’ και ξαν εγονεκλίσκουτον και ξαν εσκούτον καν δύο τρία φοράς κι άλλο! Εείνο την ώραν όλ’ ετούλωναν και με τη σειράν ατουν, χωρίς να τερεί ο εις τον άλλον επαίγναν έφτηναν τα κερόπα τουν και εποί’ναν την μετάνοιαν ατουν, έστεκαν έπεϊ, έλεγαν την ευκήν ατουν για τ΄ς αποθαμέν’τ’ς’ ατουν και επαίγναν εκάθουσαν σο τραπέζ’. Το τραπέζ’ πα καλά τονατεμένον με νεστειακά φαΐα, όλια, σχεδόν νερόβραστα και χωρίς ελάδ’. Καρτόφια, φασούλια, μαύρα λάχανα, στίπα, βρασμένα τσουπαδόπα, ελέας, χαλβάν, θρεψίνην, απάν σον πέσhκον ψεμένα σπάνταλα, μηλοφούρφουλα, κυδωνοφούρφουλα, ταζέα παζλαμάτσhια και ην τι αν άλλο είχhεν ο καθαείς σ’ οσπίτ’ν ατ’. Ο αείμνηστος Παντελής Μελανοφρύδης σχετικά με το έθιμο των Θεοφανίων αναφέρει τα εξής. «τη νύχτα των Φώτων άναβαν εις το τραπέζι και εις διάφορα μέρη της οικίας πολλά φώτα, πέριξ δε της τραπέζης ή εις την εστίαν ανά μίαν λαμπάδα δι έκαστον νεκρόν της οικογενείας. Εκείνην την βραδυάν η τράπεζα με τα πιάτα και με τα υπολείμματα των φαγητών δεν μετεκινούντο αλλά παρέμενεν «το τραπέζ’ γουρεμένον. Θα έρτε η Φωτεινή σκών’ ατο» δηλ. μόνον την ημέρα των Φώτων εσηκώνετο η τράπεζα. Η τράπεζα γεμάτη ούτω από τρόφιμα ήτο το σύμβολον της διαρκούς αφθονίας.»
Τελειώνοντας θα ήθελα να υπενθυμίσω στην αγάπη σας και να εστιάσω την προσοχή σας στη βαθιά αγάπη του λαού μας προς τους νεκρούς του. Ας μη ξεχνάμε το ταφικό έθιμο τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα ή την Κυριακή του Θωμά όπου συντρώμε και συνδιασκεδάζουμε με τους νεκρούς μας πάνω στα ίδια τους τα μνήματα!

Ο Απόστολος Παύλος στη δεύτερη προς Θεσσαλονικοίς επιστολή του γράφει: «Ου θέλω δε υμάς αδελφοί αγνοείν περι των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» διότι, «ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανεν και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ…..» (Α΄προς Θεσσαλ. Κεφ. Δ΄ εδ. 13 και 14). Τέλος, ο υμνωδός στη νεκρώσιμη ακολουθία ψάλλει: « ο θάνατός σου Κύριε, αθανασίας γέγονε πρόξενος. Ει μη γαρ εν μνήματι κατετέθεις ουκ αν ο παράδεισος ηνέωκτο».

Τέλος και μία ευχή από τις δικές μου καταγραμμένες.

Ο Θεόν να ανασπάλ’ την ευλο΅γίαν ατ’ σ’ οσπίτια σουν!