ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δασκάλου – συγγραφέα
Λόγος και έρως στην ελληνική γλώσσα είναι ένα και το αυτό. Και τούτο γιατί το αρχαίο ρήμα λέγω στον μέλλοντα γίνεται «ερώ», από όπου και η λέξη έρως. Η αρχαία ελληνική είναι γλώσσα νοηματική, ακριβής στην κάθε λεπτομέρεια και σύμφωνα με τη γνώμη ορισμένων διακεκριμένων μελετητών δεν έχει συνώνυμα. Για παράδειγμα, το ρήμα «ομιλώ» σημαίνει ανήκω σε όμιλο, ενώ το «συζητώ» συν+ζητώ) σημαίνει ζητώ με κάποιον άλλον να βρούμε την αλήθεια.
Οι λέξεις μέθη και κραιπάλη διαφέρουν κι αυτές. Μέθη είναι η ζάλη της πρώτης ημέρας, ενώ κραιπάλη η ζάλη της δεύτερης ημέρας, μετά από ένα μεθύσι. Άντρο και σπήλαιο διαφέρουν, επίσης. Άντρο είναι το αυτοφυές κοίλωμα, ενώ σπήλαιο το χειροποίητο. Αυτό που έχει δεχθεί παρέμβαση ανθρώπου. Τα επίθετα εύμορφος και ευειδής διαφέρουν μεταξύ τους κι αυτά. Ο εύμορφος είναι ο όμορφος ως προς το σχήμα, ενώ ευειδής είναι ο όμορφος ως προς το είδος. Διαφορά υπάρχει και ανάμεσα στα ουσιαστικά δόξα και κλέος. Δόξα είναι η άποψη των πολλών, ενώ κλέος είναι η γνώμη των σπουδαίων.
Στην ομηρική γλώσσα το σπήλαιο το συναντούμε και ως «σπέος». Στη Ραψωδία ν 350 αναφέρεται επί λέξει: «τούτο δέ τοι σπέος ευρὺ κατηρεφές (και αυτό το ευρύ, σκεπαστό σπήλαιο). Στην ποντιακή και το σπήλαιο ή το σπέος λέγεται «σπελ». Παραδείγματα με όμοιες πλην όμως διαφορετικές λέξεις υπάρχουν πολλά, αποθησαυρισμένα στο «Λεξικόν Ομοίων και Διαφόρων Λέξεων» του Αμμωνίου.
Όπως η γλώσσα έτσι και η διάλεκτος, κι ενδεχόμενα σε μεγαλύτερο βαθμό, φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, καθώς τους εντάσσει στην ίδια λεκτική ομάδα. Γι’ αυτό εκτός από τη νοηματική της αξία έχει επιπρόσθετα και συναισθηματική, για όσους αισθάνονται τις λέξεις της. Γιατί οι λέξεις κατά βάθος είναι ψυχές ομιλούσες. Με λέξεις πονάμε, με λέξεις αγαπάμε και με λέξεις χαιρόμαστε.
Μέσα στην ποντιακή αντωνυμία «τ’ εμέτερον» (από την αρχαία κτητική αντωνυμία εμός, εμή, εμόν) υπάρχει ένας συναισθηματικός κόσμος ολόκληρος. Στα ποντιακά η φράση «τ’ εμά» και «τ’ εσά» (τα δικά μου και τα δικά σου), πέρα από τη γλωσσική της παραπομπή στο πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο της κτητικής αντωνυμίας «εμός, εμή, εμόν» και «σος, ση, σον» δηλώνει μέθεξη και ενσυναίσθηση.
Οι διαλεκτικές λέξεις που χρησιμοποιεί ένας λαός ως μητρική του γλώσσα δεν είναι άψυχες. Έχουν ψυχή. Κι ό,τι έχει ψυχή και πονά και πεθαίνει. Κάθε λέξη που χάνεται σε μια γλώσσα ή σε μια διάλεκτο είναι κι ένας μικρός θάνατος της ζωής. Ο οριστικός θάνατος μιας γλώσσας ή μιας διαλέκτου επέρχεται όταν πεθάνει και ο τελευταίος τους ομιλητής. Χρέος είναι τη γλώσσα των προγόνων μας να την υπερασπιστούμε. Να κρατήσουμε εκείνα τα στοιχεία, που μας δένουν με την καταγωγή μας.
Οι ρίζες της ποντιακής διαλέκτου είναι βαθιές. Ας δούμε για παράδειγμα τη λέξη «αγούρ’» (αγόρι). Η καταγωγή της συγκεκριμένης λέξης πάει πίσω στο αρχαίο επίθετο «άωρος». Ο πριν την ώρα του. Ο ανώριμος. Το «ου» της δημοτικής στη λέξη «αγούρ» αντιστοιχεί στο «ω» της αρχαίας ελληνικής στη λέξη «άωρος». Το κουδούνι για παράδειγμα στα αρχαία λέγεται «κώδων», το πηγούνι «πώγων», το σαπούνι «σάπων» κ.ο.κ.
Η λέξη «άσχημος» (αυτός που δεν έχει σχήμα) στην ποντιακή λέγεται «άσκεμος». Το ουρανικό «χ» έχει μετατραπεί στο αντίστοιχό του «κ», ενώ το «η» στην ποντιακή έχει κρατήσει την προφορά, την οποία είχε στην ιωνική διάλεκτο ως «ε». Τον κήπο π.χ. στα ποντιακά τον λέμε «κεπίν».
Το θηλυκό της λέξης άσχημος στην ποντιακή λέγεται άσκεμεσσα, αναλογικά ίσως με το παράδειγμα της Ιλιάδας, στη Ραψωδία Λ, όπου η νήσος Λήμνος περιγράφεται με τα εξής επίθετα: πυρόεσσα, ανεμόεσσα, αμπελόεσσα, μελανόεσσα. Ανεμόεσσα για τους ανέμους που κατεβαίνουν από τα στενά του Βοσπόρου, πυρόεσσα για την ηφαιστειογενή της γη, αμπελόεσσα για τα αμπέλια της και μελανόεσσα για το μαύρο χρώμα της πέτρας της. Τον ίδια γραφή χρησιμοποιεί ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στα επίθετα της ποντιακής, άσκεμεσσα, έμορφεσσα, παλαλέσσα.
Η λέξη απαλός είναι παράγωγη του αρχαίου ρήματος άπτω και παραπέμπει στην αφή. Από την αφή έχουμε τις λέξεις «αφαλόν» και «απαλόν», που σημαίνουν κάτι το τρυφερό. Στην ποντιακή «άπαλον» λέμε το μαλακό κρέας, το ψαχνό, που δεν έχει κόκαλα ή λίπος.
Η φράση «με το κοσκίν θα κουβαλώ νερό σην χαρά σ’» (με το κόσκινο θα κουβαλώ νερό στον γάμο σου) αντιστοιχεί στην αρχαία «Κοσκίνω ύδωρ φέρεις».
Από το ρήμα «γαρύω» ή «καρύω» που σημαίνει «βγάζω ιαχή», έχουμε τη λέξη «γάρυς» και την ποντιακή «γαρκόν» (ταύρος). Το ρήμα της αρχαίας «κοΐζω», αναφέρεται στα χοιρίδια (γουρουνόπουλα) και σημαίνει «κραυγάζω, γρυ(λ)λίζω σαν χοιρίδιο». Το «κοΐζω» το λέμε στην ποντιακή ως «κουΐζω», και το γρυ(λ)λίζω ως «γρυλίσκουμαι».
Η λέξη "αλλόκοτον" της ποντιακής σημαίνει κάτι το παράξενο, το αφύσικο και παραπέμπει στην αρχαία λέξη "αλλότοκον", όπου με υποβιβασμό (με αλλαγή δηλαδή του "τ" σε "κ" γίνεται "αλλόκοτον". (Η φράση «ντο αλλόκοτος είσαι» τη λέμε και σήμερα).
Από το αρχαίο επίρρημα «χαμαί» έχουμε στην ποντιακή τις λέξεις «χαμαίμηλον», «χαμαικέρασον» (αγριοφράουλα) κλπ. Ενώ από το μυρίζω (μύρο + όζω) έχουμε τη μυρωδιά και στην ποντιακή τη «μυρωδία». Από το επίθετο ή την αντωνυμία «έτερος» έχουμε στην ποντιακή το επίρρημα «έτερα», που σημαίνει χωριστά, ασύνδετα. «Έτερα στεκ’ το δόντι μ’» Δηλαδή, το δόντι μου είναι έτοιμο να πέσει. Μακρά η αλήθεια της ποντιακής όποιο δρόμο κι αν ακολουθήσει κανείς…