ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
Καλοκαιρί’ καιρός και αδά ‘ς σα ημέρας οι μετερεολόγοι επαίραν τ‘ ωτία ‘μουν με τοι καύσωνες ντο έρχουνταν που θα καίνε και θα μανίζ’νε μας. Κ’ εγώ ο άχαρον άλλο τιδέν ‘κι νουνίζω παρά ντο θα ‘φτάω να δροσίζω τον κόσμον.
Αρ’ εποίκα έναν μεσελόπον για τα εγγόνια μ’, άμα εθαρώ και για τ‘ εσάς θα έν’ καλόν να δεβάζετε ατά το έγραψα και να έρται και κρούει η εβόρα ολίγον ‘ς σα κατσία ‘σουν.
Γιατί τα μεσελόπα, απ’ όσον ενθυμούμε ας ατά το έκουα ας σην καλομάνα μ’, μανάχον εβόραν και χαράν δίν’νε μας.
[Καλοκαιριού καιρός και σ’ ατές τις ημέρες οι μετερεολόγοι μας πήραν ‘ αφτιά με του καύσωνες που θα έρθουν και θα μας κατακάψουν. Κ’ εγώ ο καημένος άλλο τίποτα δεν σκέφτομαι παρά τι θα κάνω να δροσίσω τον κόσμο. Έκανα λοιπόν ένα παραμυθάκι για τα εγγόνια μου, όμως νομίζω και για εσάς θα είναι καλό να διαβάσετε αυτά που έγραψα και να έρθει να χτυπήσει η δροσιά λιγάκι στα πρόσωπά σας.
Γιατί τα παραμυθάκια, απ’ όσο θυμάμαι από αυτά που έκουγα από την γιαγιά μου, μόνο δροσιά και χαρά μας δίνουν]