Παρύσατις Παπαδοπούλου - Συμεωνίδου

Αρχιτέκτων - Πολεοδόμος

Ομότιμη Καθηγήτρια ΑΠΘ

Φαίνεται η είδηση της απόφασης του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας για μετονομασία του Ναού της του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως από μουσείο σε μουσουλμανικό τέμενος να εξέπληξε, αν και μάλλον δεν πρόκειται για τελική διαγραφή της συμβατικής χρήσης του μνημείου και ως μουσείου, λόγω της μεγάλης κερδοφορίας του.

Έχουν ήδη γραφεί και αναφερθεί πολλά σχετικά στοιχεία, και διατυπωθεί πολλές απόψεις μέσα στον αναβρασμό που προκάλεσε η είδηση της μετατροπής στις 9.7.2020. Γι’ αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, οι αναφορές εστιάζουν σε δεδομένα που, όπως διαπιστώνεται, δεν αποτέλεσαν κίνητρο απόψεων και θέσεων μέχρι στιγμής, αν και γίνεται διαρκώς αναφορά στην προστασία από την ΟΥΝΕΣΚΟ του μνημείου παγκόσμιου πολιτισμού. Αλλά ποιά είναι η αντίδραση της ΟΥΝΕΣΚΟ;

Στην σύγχρονη Τουρκία από την δεκαετία του 1980 κινήθηκαν διαδικασίες στον τομέα του πολιτισμού, προκειμένου να χαρακτηρισθούν πολλά μνημεία ως μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός σίγουρα δεν αποβλέπει μόνο σε άμεσες χρηματοδοτήσεις για ανάδειξή τους, αλλά και σε οικονομικά οφέλη που απορρέουν από την αναγνώριση της ιστορικής τους αξίας, εφόσον γίνονται πόλοι έλξης επισκεπτών, εστίες μελετών και ερευνών, εστίες διαπολιτικών συναλλαγών, κλπ., με το δεδομένο ότι υπηρετούν μέσω του πολιτισμού την υπέρβαση.

Η δεκαετία του 1980 ήταν γόνιμη για την δρομολόγηση μιας τέτοιας πολιτικής, δηλαδή πολιτικής διεθνούς αναγνώρισης της ιστορικής αξίας των μνημείων του Μικρασιατικού χώρου και της Ανατολικής Θράκης με την Κωνσταντινούπολη όπου και ο Ναός της Αγίας Σοφίας. Ήταν η εποχή που οι Τούρκοι, μετά τα κινήματα των Τούρκων διανοουμένων και τα βιβλία του Τουργούτ Οζάλ (με απαρχή τα «πιστεύω» του Μουσταφά Κεμάλ), προχώρησαν στην αναζήτηση αρχών εμπέδωσης της ταυτότητάς τους, και δημιούργησαν το συνειδησιακό υπόβαθρο του απόλυτου κληρονόμου του πολιτισμού του τόπου, στηρίζοντας το γνώρισμα του «γηγενούς» για τον τουρκικό πληθυσμό. Έτσι, ο εθνογραφικός παράγοντας ταυτίσθηκε με τον γεωγραφικό. Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής, απελευθερωμένοι ιστορικά, προσανατολίσθηκαν στην ανάδειξη του πολιτισμού του Μικρασιατικού χώρου (και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας) ως του κύριου παράγοντα δημιουργίας εισοδήματος, αλλά και εξωτερικής πολιτικής. Βασική μέριμνα, όπως διαπιστώνεται από την διαχείριση της ιστορίας του τόπου, είναι η διασύνδεση των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς με στοιχεία που στηρίζουν την δική τους αντίληψη για την ποθητή εντοπιότητα.

Στην δεκαετία του 1980 καταγράφηκαν τα πρώτα 12 μνημεία στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς, μεταξύ αυτών και η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως το 1985, όχι ως «Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως», αλλά ως τμήμα της ενότητας: «Η ιστορική περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως». Δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός (διότι για γεγονός πρόκειται) της υποβάθμισης της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ως μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς, όταν το περίλαμπρο μνημείο δεν καταγράφεται ως αυτοτελές, αλλά ως συντελεστής της ιστορικής περιοχής της Πόλης, δηλαδή της περιοχής που ενσωματώνει πολλά μνημεία όπως το Σουλτάν Αχμέτ Τζαμί (Μπλε Τζαμί), το Τοπ-Καπί, το υδραγωγείο και πολλά άλλα. Αναμφίβολα, στην εξέλιξη του χρόνου, η Αγία Σοφία χάνει, βαθμιαία, τον συμβολικό της χαρακτήρα ως του Ιουστινιάνειου μνημείου, το οποίο οι Ανθέμιος και Ισίδωρος έδωσαν στην οικουμένη ως πιστοποίηση της αιχμής της αρχιτεκτονικής, της τέχνης, της τεχνικής, του Ελληνικού πνεύματος.

Θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά στην μετατροπή της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντος σε τζαμί το 2013, αν και υπήρξαν βήματα προς την κατεύθυνση αυτή από δεκαετίες. Για την περιοχή του Πόντου, κυρίως για την περιοχή της Τραπεζούντος, φαίνεται η μετατροπή του μνημείου-μουσείου σε τζαμί να ενδιαφέρει ιδιαίτερα την πολιτική της βορειοανατολικής χώρας στον τομέα της οικειοποίησης πολιτισμικών αξιών στον άξονα της εσωτερικής προβολής και της εξωτερικής πολιτικής.

Για την περίπτωση της Τραπεζούντος διατυπώθηκαν κάποιες αντιδράσεις. Ωστόσο περισσότερο ως αποπομπή ευθυνών, παρά ως ουσιαστική διαμαρτυρία. Και όμως, είναι γνωστό ότι η περιοχή αποτελεί εστία Ελλήνων που απομένοντας εκεί εξισλαμίσθηκαν, ωστόσο δεν απέβαλαν τις πηγαίες αξίες τους, αν και με την τελευταία γενιά χάνεται η γλώσσα (ομηρική διάλεκτος). Η τρέχουσα πολιτική διασκορπισμού τους θα αποτελέσει την χαριστική βολή στην διατήρηση της ταυτότητάς τους.

Για την περίπτωση της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, η βαθμιαία προετοιμασία της απόφασης μετατροπής σε τζαμί επίσης δεν είναι νέα, καθ’ όσον παραπέμπει στην απόφαση της ΟΥΝΕΣΚΟ του 1985. Από τότε είναι ορατές οι προετοιμασίες για την μετονομασία. Στο εσωτερικό τοποθετήθηκαν, εκτός του μιχράμπ και των γνωστών ισλαμικών συμβόλων, πίνακες ενισχυτικοί (ως προπομπός) της τωρινής απόφασης, με κείμενα τροποποίησης της πηγαίας ιστορίας του μνημείου, από δε το 2015 (από τότε είναι σε θέση η γράφουσα να το πιστοποιήσει) είναι έτοιμες οι εγκαταστάσεις υγιεινής στον εξωτερικό τοίχο του μνημείου, οι οποίες από καιρό εξυπηρετούν τους μουσουλμάνους.

Ποιός φορέας υποστήριξε μέχρι σήμερα την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας; Στην προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος για τις δύο περιπτώσεις ναών, αλλά τα μνημεία που καλούν σε προστασία είναι πάμπολλα. Αντιθέτως, οι πρωτοβουλίες προώθησης των δικαίων και δικαιωμάτων πολιτισμού παραμένουν σχεδόν άφωνες. Μήπως οι πολιτικοί-κοινωνικοί φορείς, με την επίκληση της «οικονομικής-κοινωνικής κρίσης», αναζητούν «άλλοθι»; Αν «ναι», τότε δεν είναι αντάξιοι της ιστορίας, αν «όχι» τότε θα πρέπει να βιαστούν, προκειμένου η αχλύς του χρόνου να μεταβληθεί σε φως.

Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Δημοκρατία»/19 Ιουλίου 2020