Πέρασαν σχεδόν εκατό χρόνια από την περίοδο της καταστροφής, της γενοκτονίας, του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Ως σήμερα δεν τολμήσαμε να δούμε κατάματα της τραγωδία του ελληνισμού. Δεν αναδείξαμε τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν τον ελληνισμό της τρισχιλιόχρονης Μικρασίας στο θάνατο.

Συνεργήσαμε εγκλωβισμένοι από την Πολιτεία και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της στην απαξίωση της ιστορίας μας. Δεν τολμήσαμε να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη. Μόνο εκδηλώσεις μνημοσύνων, τελούσαμε και τελούμε. Οι νεκροί μας δεν έχουν ανάγκη από ένα απλό μνημόσυνο, αλλά από ένα διαρκή αγώνα διεκδίκησης της διεθνούς αναγνώρισης της γενοκτονίας. Η Αντιγόνη δεν είναι υπερήφανη για μας. Ο Κρεοντισμός κατόρθωσε, στις ημέρες μας, να επιβάλει τη δική του δυναμική. Η επίσημη Πολιτεία ευτυχισμένη, γιατί οι ποντιακές οργανώσεις είναι σαράντα πέντε κομμάτια, δεν έχει κανένα λόγο να δραστηριοποιηθεί, για να μη δυσαρεστήσει τους γείτονές μας. Σε αυτό το θλιβερό και θολό τοπίο οι κραυγές των άφωνων νεκρών μας περιμένουν να ξυπνήσουμε, να μην τους ξεχάσουμε. Συγχωρέσατε με είπε κάποτε ο Μπεν Γκουριόν, αλλά ποτέ μη ξεχάσετε. Η μνήμη δεν είναι παρελθόν, είναι σπόρος της σκέψης και του καρπού. Είναι θεμέλιο της ζωής μας, μας συμβουλεύει ο Αργύρης Σφουντούρης που επέζησε από τη σφαγή του Διστόμου. Η άλωση της μνήμης είναι το τελευταίο στάδιο της εθνικής επιβίωσής μας, είναι ένα βήμα πριν την εθνική αυτοκτονία. Έχουμε υποχρέωση να διατηρούμε τη μνήμη, για να μπορούμε να θυμόμαστε, να στοχαζόμαστε και γιατί όχι και να συγχωρούμε.

Η μνήμη δεν δολοφονείται. Στους δωσίλογους της μνήμης και τους τουρκοπροσκυνημένους των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που μας συμβουλεύουν να αποδεχτούμε την ήττα μας, αφού έχει χαθεί η μάχη, απαντούμε ότι αν δεν συνεχίσουμε δεν θα υπάρξει άλλη μάχη.

«Πιο οδυνηρή κι από την μεγαλύτερη τραγωδία», μας συμβουλεύει ο μεγάλος πολιτικός της αλύτρωτης Κύπρου Βάσος Λυσαρίδης, είναι «η απάθεια στην αντιμετώπιση της. Και πιο εξευτελιστική θα ήταν η τυχόν αδράνεια των παθόντων και των επιγόνων. Έχουμε χρέος απέναντι στους νεκρούς μας να ορκιστούμε ότι δε θα ξεχάσουμε τις κραυγές των νηπίων, Τους ρόγχους των απαγχονισθέντων, τις πατημασιές των πεταλωμένων, το περήφανο βλέμμα του αδούλωτου Πόντιου, Τις ρίζες που αρνούνται να πεθάνουν».

Μέσα σε χαλάσματα, κάτω από πέτρες, καταπλακωμένες από γκρεμισμένους τρούλους και πάνω από κομματιασμένες άγιες τράπεζες θα ηχούν για πάντα οι κραυγές εκείνων που κατακρεουργήθηκαν σε χώρους προσευχής και κατάνυξης. Που πέθαναν μέσα και γύρω από τα μοναστήρια του Πόντου. Εκεί όπου οι σταυροί έγιναν δολοφονικά όργανα, οι εικόνες προσανάμματα, τα καντήλια θρύψαλα και οι επιτάφιοι σαμάρια σε ζώα. Εκεί όπου τα πατώματα, τα προαύλια, οι νάρθηκες και τα ιερά πλημμύρισαν με αίμα και συντελέστηκαν κάθε είδους αίσχη. Κραυγές μικρών παιδιών, νεαρών γυναικών, σεβάσμιων γερόντων, κραυγές αθώων.

Στην ιστορική παρακμή του ποντιακού ελληνισμού καθοριστικό ρόλο έπαιξε και το πολιτικό κλίμα της πατρίδας μας, που ήταν πάντα εχθρικό και ταυτόχρονα κατασταλτικό. Η προσφυγιά, το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας Βενιζέλου - Ινονού, η δικτατορία, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο εμφύλιος πόλεμος, η ξενοκρατία και η χούντα της επταετίας δεν επέτρεπαν την ανάδειξη επικίνδυνων «διά την καθεστηκυίαν τάξιν» λευκών σελίδων της σύγχρονης ιστορίας μας. Η λογοκρισία και ο χαφιεδισμός φυλάκισαν τη μνήμη των προσφύγων της πρώτης γενιάς, με αποτέλεσμα να μην προβάλλονται και να μην αναδεικνύονται τα θέματα αυτά. Κι όταν λυτρωθήκαμε από τα καρκινώματα των πέτρινων χρόνων, ήρθαν τα κόμματα και οι κομματοπατέρες να εξαγοράσουν αντί πινακίου φακής ό,τι παρέμεινε ακόμη όρθιο και ζωντανό.

Επιβάλλεται να συνεχίσουμε τις έρευνες και κυρίως να ενθαρρύνουμε τους νέους ερευνητές προς αυτή την κατεύθυνση. Η τεκμηριωμένη ανάδειξη των πραγματικών γεγονότων είναι δυνατό να οδηγήσει σε αλληλοκατανόηση εφόσον υπάρχει αποδοχή των εγκλημάτων και διορθωτικά μέτρα. Η συγχώρεση είναι αρετή. Όμως προϋποθέτει την μετάνοια του εγκληματία και των επιγόνων, την αναγνώριση του εγκλήματος και τα διορθωτικά εφικτά μέτρα για μετρίαση του μεγέθους των εγκληματικών πράξεων. Γιατί οι δολοφονηθέντες αρνούνται να ενταφιαστούν. Αν ξεχάσουμε την Αμισό, τη Σάντα, την Αμάσεια, την πολύπαθη Πάφρα και την Σαμψούντα θα έχουμε ενταφιάσει την αξιοπρέπεια μας. Δεν θέλουμε ν’ αρμενίζουμε στη χαμένη Ποντιακή Ιθάκη και να ξεγράψουμε καινούριες πατρίδες. Πάνω απ’ όλα θα μας κυνηγάει το Αγροτσάλ η Κούνακα με τις 26 γυναίκες και νεάνιδες, οι οποίες για να αποφύγουν την ατίμωση των Νεότουρκων έριψαν εαυτάς εις τινά ποταμόν, παρά το χωρίον Γέφυρα και παρά τας προσπαθείας των κατοίκων επνίγησαν. Θα μας κυνηγούν ο Ακριτίδης, ο Καπετανίδης, ο Κωφίδης και οι άλλοι ήρωες του Πόντου, που θυσιάστηκαν για την τρισχιλιόχρονη πατρίδα, Θα μας κυνηγάει η Σάντα και το Μπεϊλάν κι οι Ποντιακοί βράχοι με τα σπασμένα κεφάλια των μικρών παιδιών. Αδιανόητο να παραμείνει στα αρχεία της ιστορίας η γενοκτονία των Ποντίων και να προβάλλονται ως φίλοι οι σφαγείς του Ελληνισμού. Είναι καιρός να αποκαλύψουμε τους σκοτεινούς έξω ελλαδικούς μηχανισμούς, που επιδιώκουν να τρώνε την σάρκα μας. Απέναντι σε αυτά τα κέντρα θα πρέπει με τεκμηριωμένα επιστημονικά εφόδια, όπως αυτό που έγινε φέτος στο Ίδρυμα Νιάρχου από την Παμποντιακή Ομοσπονδία και είναι το μοναδικό από την ίδρυση της, να διεκδικήσουμε το πέρασμα της ελληνοκεντρικής αντίληψης της Ιστορίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, για να έχουν λόγο μαζί με τα άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα και οι περιοχές της Καππαδοκίας, της Ιωνίας, του Πόντου, της Κύπρου, της Ρωσίας, τους ευρύτερου βαλκανικού χώρου στον κοινό Οικουμενικό Ελληνισμό.

«Η Κύπρος έν ελλενικόν, εγροίκα το Αγγλία,

εμάς κι θέλτς να δίς ατό και δις α σην Τουρκίαν»,

τραγουδούσαν οι Πόντιοι πρόσφυγες το 1955, μαζί με άλλα πολλά δίστιχα για τον αγώνα των Κυπρίων αδελφών μας, γιατί πιστεύαμε σε κοινά ιδανικά και αξίες. Μόνον έτσι θα πάψει ο ρατσισμός σε βάρος των νεοπροσφύγων συμπατριωτών μας. Μόνον έτσι θα γίνει υπόθεση όλων των Ελλήνων ο κοινός αγώνας της αναγνώρισης της ποντιακής γενοκτονίας.

Εκατό χρόνια συνειδητής προσβολής της μνήμης, προβολής, αλλά και προπαγάνδας της κατασκευασμένης ιστορίας των μοντέρνων αναθεωρητών είναι πολλά. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια αναβολής. Ήρθε η ώρα που πρέπει να σκύψουμε με προσοχή πάνω στα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας που μπήκαν στα χρονοντούλαπα της λήθης. Ήρθε η ώρα να ιδρύσουμε το δικό μας Ποντιακό Μουσείο και Ερευνητικό Κέντρο Τεκμηρίωσης της Γενοκτονίας. Μπαίνω μπροστά σε αυτό τον ιερό στόχο, προσφέροντας, μαζί με όλη την Πολυθεματική Έκθεση 450 πίνακες ζωγραφικής για τον Πόντο, 35.000 βιβλία και 2.000 ψηφιοποιημένες μελέτες φοιτητών, μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων πάντα για τον Πόντο, τη Ρωσία και τη Μικρά Ασία, πανεπιστημιακοί καρποί σαράντα χρόνων, ως μαγιά. Ακούει κανείς από την Πολιτεία ή τους μεγαλόσχημους συμπατριώτες μας τη θεία προσφορά; Είμαι εδώ και τολμώ να πω ότι έχω κερδίσει μια θέση στον παράδεισο των 353.000 νεκρών μας. Εσείς κύριοι της εξουσίας και του χρήματος δε ξέρω τι θα απολογηθείτε;

Απευθύνομαι ιδιαίτερα στους νέους να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση του Πόντου. Μακριά από κομματικές παρατάξεις, από ενδοποντιακές παρασυναγωγές και κυκλώματα, μακριά από φθαρμένους και επικίνδυνους ομοσπονδιακούς μηχανισμούς. Έχουν τη δύναμη στα χέρια τους και το πεντακάθαρο μυαλό. Μόνο με τη δική τους ουσιαστική γνώση, τη δυναμική συμμετοχή τους σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια γενοκτονιών και παγκόσμια πολιτικά φόρα Ολοκαυτωμάτων, θα μπορέσουμε όχι μόνο να μεταφέρουμε το αίτημα της αναγνώρισης στα εξειδικευμένα κέντρα αποφάσεων, αλλά και να φτάσει στα αυτιά των ισχυρών της γης ο γοερός θρήνος των 353.000 άταφων στην πλειοψηφία νεκρών μας.

Ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης, είναι Ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, και η ομιλία αυτή εκφωνήθηκε στην εκδήλωση «ΔΕΗΣΗ ΠΟΝΤΟΥ», που έγινε το βράδυ της Δευτέρας 17 Φεβρουαρίου 2020, στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη