Οι αδικαίωτοι νεκροί περιμένουν.
Εσείς πουλόπα τ’ ουρανού, κ’ έμορφα χελιδόνα
αν πάτεν ’ς σην πατρίδα μου, ’ς σον έρημον τον Πόντον
ντ’ ακούτεν μη αναφέρετεν, ντ’ εξέρετεν μη λέτεν.
Μη λέτεν έρθεν άνοιξη, μηδέ το καλοκαίρι,
μη λέτεν εορτάζομεν τ’ Αυγούστ’ τη Παναγίας.
Το μοναστήρ’ εχάλασαν, τα πόρτας εκρεμίγαν
τα δισκοπότηρα έκλεψαν κ’ οι καλογέρ’ εχάθαν
και η Εικόνα επέταξεν, ηύρεν αλλού κ’ εκάτσεν…
Πέρασαν σχεδόν εκατό τρία χρόνια από την περίοδο της καταστροφής, της γενοκτονίας, του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Ως σήμερα δεν τολμήσαμε να δούμε κατάματα της τραγωδία του ελληνισμού. Δεν αναδείξαμε τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν τον ελληνισμό της τρισχιλιόχρονης Μικρασίας στο θάνατο.
Συνεργήσαμε εγκλωβισμένοι από την Πολιτεία και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της στην απαξίωση της ιστορίας μας. Δεν τολμήσαμε να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη. Μόνο εκδηλώσεις μνημοσύνων, τελούσαμε και τελούμε. Οι νεκροί μας δεν έχουν ανάγκη από ένα απλό μνημόσυνο, αλλά από ένα διαρκή αγώνα διεκδίκησης της διεθνούς αναγνώρισης της γενοκτονίας. Η Αντιγόνη δεν είναι υπερήφανη για μας. Ο Κρεοντισμός κατόρθωσε, στις ημέρες μας, να επιβάλει τη δική του δυναμική. Η επίσημη Πολιτεία ευτυχισμένη, γιατί οι ποντιακές οργανώσεις είναι σαράντα πέντε κομμάτια, δεν έχει κανένα λόγο να δραστηριοποιηθεί, για να μη δυσαρεστήσει τους γείτονές μας. Σε αυτό το θλιβερό και θολό τοπίο οι κραυγές των άφωνων νεκρών μας περιμένουν να ξυπνήσουμε, να μην τους ξεχάσουμε.
Συγχωρέσατε με είπε κάποτε ο Μπεν Γκουριόν, αλλά ποτέ μη ξεχάσετε. Η μνήμη δεν είναι παρελθόν, είναι σπόρος της σκέψης και του καρπού. Είναι θεμέλιο της ζωής μας, μας συμβουλεύει ο Αργύρης Σφουντούρης που επέζησε από τη σφαγή του Διστόμου. Η άλωση της μνήμης είναι το τελευταίο στάδιο της εθνικής επιβίωσής μας, είναι ένα βήμα πριν την εθνική αυτοκτονία. Έχουμε υποχρέωση να διατηρούμε τη μνήμη, για να μπορούμε να θυμόμαστε, να στοχαζόμαστε και γιατί όχι και να συγχωρούμε.
Η μνήμη δεν δολοφονείται. Στους δωσίλογους της μνήμης και τους τουρκοπροσκυνημένους των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που μας συμβουλεύουν να αποδεχτούμε την ήττα μας, αφού έχει χαθεί η μάχη, απαντούμε, όπως και ο Βάσως Λυσαρίδης, ότι αν δεν συνεχίσουμε δεν θα υπάρξει άλλη μάχη.
«Πιο οδυνηρή κι από την μεγαλύτερη τραγωδία», είναι «η απάθεια στην αντιμετώπιση της. Και πιο εξευτελιστική θα ήταν η τυχόν αδράνεια των παθόντων και των επιγόνων. Έχουμε χρέος απέναντι στους νεκρούς μας να ορκιστούμε ότι δε θα ξεχάσουμε τις κραυγές των νηπίων, Τους ρόγχους των απαγχονισθέντων, τις πατημασιές των πεταλωμένων, το περήφανο βλέμμα του αδούλωτου Πόντιου, Τις ρίζες που αρνούνται να πεθάνουν».
Tραγική ήταν και η τύχη των σταυροπηγιακών μονών του Πόντου: «Φρίττει ο νους του ανθρώπου, έγραψε στις 12 Νοεμβρίου 1918 ο μητροπολίτης Pοδοπόλεως Kύριλλος, διά τις διαπραχθείσες φρικαλεότητες και τον αριθμό των θυμάτων, που ανέρχονταν σε 487 ψυχές, που βρήκαν οικτρό θάνατο στα βουνά, στις σπηλιές και ταις οπαίς της γης, όπου κρύφτηκαν για να αποφύγουν το δολοφονικό μαχαίρι των σφαγέων. Ανάμεσα στα δολοφονηθέντα θύματα ήταν και 14 νεαρές κοπέλες, οι οποίες κατέφυγαν, ως άσυλο θρησκευτικό, στην καταληφθείσα ιερά μονή του Bαζελώνος, από όπου οι τύραννοι, αφού απήγαγαν τους φιλήσυχους πατέρες της Μονής αιχμαλώτους, προέβησαν ούτοι εις κορεσμόν των σωματικών αυτών ηδονών, βία ατιμάσαντες τας παρθένους ταύτας, ων τελευταίον αφού απέκοψαν τους μαστούς και τας κεφαλάς, αφήκαν τα πτώματα και απήλθον».
Στις 9 Απριλίου 1916 στρατιωτικά αποσπάσματα και ανταρτικά σώματα επετέθησαν κατά της ιεράς Μονής Σουμελά απαιτώντας να ανοίξουν οι πύλες και να τους παραδοθεί ο ιερός χώρος.
«Οι εν τη μονή επί ένα και πλέον μήνα υπέφεραν τα πάνδεινα. Τα σιτηρέσια δίνονταν με φειδώ». Γι’ αυτό αποφασίστηκε να ειδοποιηθούν οι ρωσικές αρχές της Λιβεράς και ο αρχιστράτηγος του Μετώπου στον Καύκασο Μέγας Δούκας Νικόλαος Νικολάεβιτς, που βρισκόταν στην Τραπεζούντα, για να βοηθήσουν τους αποκλεισθέντες.
Η επικίνδυνη αποστολή ανατέθηκε στους ιερομόναχους Αμβρόσιο Καζαντζίδη από τα Σούρμενα του Πόντου, τον επονομαζόμενο Σουμελιώτη, μετά το 1931, όταν πήγε στον Πόντο, «όπου ανασκάψας εν τω παρεκκλησίω της αγίας Βαρβάρας, ανέλαβε τα τιμαλφή αποκρυβέντα κειμήλια εικόνα της Θεοτόκου, το μεμβράνιον Ευαγγέλιον του Οσίου Χριστοφόρου και τον μετά του τιμίου σταυρού του αυτοκράτορος Μανουήλ του Κομνηνού», και τον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Τσανοσίδη από την επαρχία της Νικόπολης του Πόντου.
Με κίνδυνο της ζωής τους νύχτα κατέβηκαν την δωδεκαόροφη μονή, δεμένοι με σχοινιά: «φέροντες στο στήθος τον σταυρόν του μαρτυρίου και στα χέρια τα όπλα…
Βαδίζοντας στις όχθες και μέσα στο ποτάμι, βρεγμένοι μέχρι το στήθος, κατόρθωσαν να περάσουν την οριοθετική ζώνη και να καταφύγουν στη ρωσοκρατούμενη Λιβερά και από εκεί στην Τραπεζούντα».
Μέσα σε χαλάσματα, κάτω από πέτρες, καταπλακωμένες από γκρεμισμένους τρούλους και πάνω από κομματιασμένες άγιες τράπεζες θα ηχούν για πάντα οι κραυγές εκείνων που κατακρεουργήθηκαν σε χώρους προσευχής και κατάνυξης.
Που πέθαναν μέσα και γύρω από τα μοναστήρια του Πόντου. Εκεί όπου οι σταυροί έγιναν δολοφονικά όργανα, οι εικόνες προσανάμματα, τα καντήλια θρύψαλα και οι επιτάφιοι σαμάρια σε ζώα. Εκεί όπου τα πατώματα, τα προαύλια, οι νάρθηκες και τα ιερά πλημμύρισαν με αίμα και συντελέστηκαν κάθε είδους αίσχη. Κραυγές μικρών παιδιών, νεαρών γυναικών, σεβάσμιων γερόντων, κραυγές αθώων.
Tο 1923 ερήμωσαν τα μοναστήρια του Πόντου, η Παναγία Σουμελά, ο Άγιος Iωάννης ο Bαζελώνας και ο Άγιος Γεώργιος ο Περιστερεώτας. Oι ανεκτίμητης αξίας βιβλιοθήκες, τις οποίες επισκέφθηκαν και μελέτησαν πολλοί επιφανείς ερευνητές, όπως ο J. Fallmerayer, o Gumont, o Uspenski κ.ά., καθώς και τα «εικονογραφημένα ταύτα χειρόγραφα και τα λοιπά της μονής κειμήλια απώλοντο κατά την εν έτει 1923 εκ Πόντου έξοδον του ευσεβούς ημών Γένους, μη επιτραπέντος τοις μοναχοίς να παραλάβωσι τι μεθ’ εαυτών. Tα δε κτίσματα της μονής και πάντα τα ωραία αυτής ηρειπώθησαν υπό των περιοίκων Tούρκων».
Tα μοναστικά κέντρα, όπου ασκήτευσαν οι πατέρες της εκκλησίας Mέγας Bασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, και Iωάννης Xρυσόστομος και όπου διαμορφώθηκαν πνευματικά οι Kομνηνοί, οι Γαβράδες, οι Mουρούζηδες, οι Yψηλάντηδες και κυρίως ο υπέροχος ποντιακός Eλληνισμός, γνώρισαν, λίγο πριν τον υποχρεωτικό ξεριζωμό, τις θηριωδίες των Tούρκων, τις σφαγές των αθώων Xριστιανών και τη βεβήλωση των ιερών χώρων, γεγονότα που σηματοδότησαν το τέλος της δοξασμένης, λαμπρής και μακραίωνης ιστορίας τους.
H Eκκλησία και το Χριστεπώνυμο πλήρωμά της, ως άλλη Pαχήλ θρηνεί και κλαίει και οδύρεται διά τα μη υπάρχοντα πλέον εν ζωή τέκνα της στη Mικρά Aσία. Παραμένουν όμως αψευδείς μάρτυρες της τρισχιλιόχρονης παρουσίας της τα ερείπια των μοναστηριών και των εκκλησιών, τα εκατομμύρια των ζωντανών ψυχών που αναπαύονται στα αγιασμένα χώματα. Είναι αυτά τα όπλα της Ορθοδοξίας, που ανησυχούν την τουρκική διανόηση.
Στην ιστορική παρακμή του ποντιακού ελληνισμού καθοριστικό ρόλο έπαιξε και το πολιτικό κλίμα της πατρίδας μας, που ήταν πάντα εχθρικό και ταυτόχρονα κατασταλτικό. Η προσφυγιά, το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας Βενιζέλου - Ινονού, η δικτατορία, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο εμφύλιος καταστροφικός πόλεμος, η ξενοκρατία και η χούντα της επταετίας δεν επέτρεπαν την ανάδειξη επικίνδυνων «διά την καθεστηκυίαν τάξιν» λευκών σελίδων της σύγχρονης ιστορίας μας. Η λογοκρισία και ο χαφιεδισμός φυλάκισαν τη μνήμη των προσφύγων της πρώτης γενιάς, με αποτέλεσμα να μην προβάλλονται και να μην αναδεικνύονται τα θέματα αυτά. Κι όταν λυτρωθήκαμε από τα καρκινώματα των πέτρινων χρόνων, ήρθαν τα κόμματα και οι κομματοπατέρες να εξαγοράσουν αντί πινακίου φακής ό,τι παρέμεινε ακόμη όρθιο και ζωντανό.
Επιβάλλεται να συνεχίσουμε τις έρευνες και κυρίως να ενθαρρύνουμε τους νέους ερευνητές προς αυτή την κατεύθυνση. Η τεκμηριωμένη ανάδειξη των πραγματικών γεγονότων είναι δυνατό να οδηγήσει σε αλληλοκατανόηση εφόσον υπάρχει αποδοχή των εγκλημάτων και διορθωτικά μέτρα. Η συγχώρεση είναι αρετή. Όμως προϋποθέτει την μετάνοια του εγκληματία και των επιγόνων, την αναγνώριση του εγκλήματος και τα διορθωτικά εφικτά μέτρα για μετρίαση του μεγέθους των εγκληματικών πράξεων. Γιατί οι δολοφονηθέντες αρνούνται να ενταφιαστούν.
Αδιανόητο να παραμείνει ανεκμετάλλευτη στα αρχεία της ιστορίας η γενοκτονία των Ποντίων και να προβάλλονται ως φίλοι οι σφαγείς του Ελληνισμού. Είναι καιρός να αποκαλύψουμε τους σκοτεινούς έξω ελλαδικούς μηχανισμούς, που επιδιώκουν να τρώνε την σάρκα μας. Απέναντι σε αυτά τα κέντρα θα πρέπει με τεκμηριωμένα επιστημονικά εφόδια, να διεκδικήσουμε το πέρασμα της ελληνοκεντρικής και όχι αθηνοκεντρικής αντίληψης της Ιστορίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, για να έχουν λόγο μαζί με τα άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα και οι περιοχές της Καππαδοκίας, της Ιωνίας, του Πόντου, της Κύπρου, της Ρωσίας, τους ευρύτερου βαλκανικού χώρου στον κοινό Οικουμενικό Ελληνισμό. Η μνήμη δεν είναι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση κάθε Έλληνα πολίτη. Μικρό παιδί, το 1955, το χωριό μου, το ποντιοχώρι, θυμάμαι τραγουδούσαμε μοιρολογώντας προφητικά δίστιχα ανώνυμων δημιουργών, που γεννιόντουσαν τις ώρες της καλλιέργειας των χωραφιών.
«Η Κύπρος έν ελλενικόν,
εγροίκα το Αγγλία,
εμάς κι θέλτς να δίς ατό
και δις α σην Τουρκίαν»,
Καραολή, Καραολή,
τη Κύπρου το παιδίν-ιν,
εσέν Εγγλέζ’ εκρέμασαν,
σουνά ‘ς σην χαραυγήν-ιν.
Λελεύω σε Μακάριε μ’,
εσέν και τα γενόπα σ’
τον Χάρτίνγ επαλάλωσες,
εσύ με την ΕΟΚα σ’,
μαζί με άλλα πολλά δίστιχα για τον αγώνα των Κυπρίων αδελφών μας, γιατί πιστεύαμε σε κοινά ιδανικά και αξίες. Μόνον έτσι θα πάψει ο ρατσισμός σε βάρος των νεοπροσφύγων συμπατριωτών μας. Μόνον έτσι θα γίνει υπόθεση όλων των Ελλήνων ο κοινός αγώνας της αναγνώρισης της ποντιακής γενοκτονίας.
Εκατό τρία χρόνια συνειδητής προσβολής της μνήμης, προβολής, αλλά και προπαγάνδας της κατασκευασμένης ιστορίας των μοντέρνων αναθεωρητών είναι πολλά.
Πολλές φορές ρωτήθηκα, από φοιτητές μου, και από μικρασιατικό, ποντιακό και Παρευξείνιο ελληνισμό, αν ως γόνος προσφυγικής οικογένειας, νιώθω ακόμη σήμερα το στίγμα του προσφυγικού τραύματος. Ευθαρσώς δηλώνω ότι αυτή η πληγή δεν έχει κλείσει. Με πολύ σεβασμό απέναντι στους λίγους Έλληνες Εβραϊκής καταγωγής δηλώνω ότι είμαι υπερήφανος για αυτούς, γιατί μπόρεσαν μέσα σε ένα χρόνο την ιδιωτική Έδρα Εβραϊκών Σπουδών στο ΑΠΘ, το Υπουργείο Παιδείας να την προκηρύξει και σήμερα να λειτουργεί ενσωματωμένη κανονικά στο Ιστορικό Τμήμα.
Κάτι ανάλογο έγινε, μετά από οκτώ χρόνια με την ιδιωτική Έδρα Ποντιακών Σπουδών, που χρηματοδοτεί ο Ιβάν Σαββίδης, με αποτέλεσμα να λειτουργεί το τμήμα μέχρι τώρα χωρίς οι φοιτητές να μπορούν να συμμετέχουν σε μεταπτυχιακά και σε διδακτορικά.
Έχουν οι Εβραϊκής καταγωγής Έλληνες ένα εξαιρετικό μουσείο και σύντομα θα αναγερθεί στο σιδηροδρομικό σταθμό και το μουσείο Ολοκαυτώματος.
Ένα εκατομμύριο Έλληνες ποντιακής καταγωγής, που έχουν υποστεί τη φρικτή γενοκτονία δεν έχουμε ως σήμερα ένα Μουσείο και Ερευνητικό Κέντρο Γενοκτονίας και Πολιτισμού.
Προσωπικά προσέφερα και προσφέρω δωρεάν στην Πολιτεία 35.000 βιβλία, 600 αυθεντικούς πίνακες ζωγραφικής, τεράστιας αξίας, για τη γενοκτονία και τον ποντιακό Ελληνισμό. Γκραβούρες του 18ου και 19ου αιώνα, καρτ-ποστάλ, χιλιάδες αυθεντικές φωτογραφίες, ανέκδοτο ιστορικό αρχειακό υλικό από τα Υπουργεία Εξωτερικών της Ευρώπης και της Αμερικής, ποντιακές εφημερίδες, περιοδικά και περισσότερες από 2000 εργασίες προφορικών μαρτυριών από πρόσφυγες της πρώτης και δεύτερης γενιάς, για να δημιουργία ενός Ποντιακού Μουσείου και Ερευνητικού Κέντρου. Χτύπησα όλες τις πόρτες. Έωλες υποσχέσεις. Πέστε μου, πρέπει να νιώθουμε πρόσφυγες η όχι;
Δεν έχουμε άλλα περιθώρια αναβολής. Ήρθε η ώρα που πρέπει να σκύψουμε με προσοχή πάνω στα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας που μπήκαν στα χρονοντούλαπα της λήθης.
Ήρθε η ώρα να ιδρύσουμε το δικό μας Ποντιακό Μουσείο και Ερευνητικό Κέντρο Τεκμηρίωσης της Γενοκτονίας. Εδώ και χρόνια αναζητούσα στη Θεσσαλονίκη έναν μεγάλο χώρο, για να είμαι κοντά στα πανεπιστήμια, που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τη μεγάλη προσφορά.
Προσωπικά θέλω να εξάρω τον στρατηγό μας Δημήτριο Δρόσο, γιατί μου άνοιξε τα μάτια και γιατί μπήκε σημαιοφόρος της ίδρυσης του μουσείου Γενοκτονίας και Ερευνητικού Κέντρου Ιστορίας και Πολιτισμού του Πόντου και του ευρύτερου μικρασιατικού Ελληνισμού στο στρατόπεδο Ακρίτας της Βέροιας.
Πιστεύω ότι οι συμπολίτες μου θα εκτιμήσουν την κίνηση αυτή. Μπαίνω μπροστά σε αυτό τον ιερό στόχο.
Ακούει κανείς από την Πολιτεία ή τους μεγαλόσχημους συμπατριώτες μας τη θεία προσφορά;
Είμαι εδώ και τολμώ να πω ότι έχω κερδίσει μια θέση στον παράδεισο των 353.000 νεκρών μας με τα σαράντα οκτώ βιβλία για τον Πόντο και τον Παρευξείνιο ελληνισμό.
Εσείς κύριοι της εξουσίας και του χρήματος δε ξέρω τι θα απολογηθείτε, όταν έρθει η ώρα σας;
Απευθύνομαι ιδιαίτερα στους νέους να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση του Πόντου. Έχουν τη δύναμη στα χέρια τους και το πεντακάθαρο μυαλό. Μόνο με τη δική τους ουσιαστική γνώση, τη δυναμική συμμετοχή τους σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια γενοκτονιών και παγκόσμια πολιτικά φόρα Ολοκαυτωμάτων, θα μπορέσουμε όχι μόνο να μεταφέρουμε το αίτημα της αναγνώρισης στα εξειδικευμένα κέντρα αποφάσεων, αλλά και να φτάσει στα αυτιά των ισχυρών της γης ο γοερός θρήνος των 353.000 άταφων στην πλειοψηφία νεκρών μας.
*Ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης, είναι Ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Ομιλία για την 19η Μαΐου στην Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά, την Κυριακή 25 Μαΐου 2025.