ΤΗΣ ΞΕΝΙΑΣ ΤΣΕΛΙΓΚΑ*
Κάθε βιβλίο είναι μια περιπέτεια πολλών διαστάσεων, ανάλογα με την κατεύθυνση που επιθυμεί κανείς να ταξιδέψει και την απόσταση που είναι διατεθειμένος να διανύσει. Προσωπικά δεν είμαι γνώστης της ποντιακής διαλέκτου και η ποντιακή μουσική δεν ανήκει στα ήδη που άκουσα, μελέτησα, ή έπαιξα στα χρόνια των σπουδών μου ή και μετέπειτα. Δεν έλκω καμία ποντιακή καταγωγή ούτε φέρω καμία υποψία του ποντιακού δια-γενεακού τραύματος. Γεννιέται εύλογα το ερώτημα για ποιο πράγμα θα μπορούσα να μιλήσω σε αυτή την παρουσίαση;
Και αυτό είναι ακριβώς αυτό για το οποίο θέλω να μιλήσω: με μια πρώτη εντύπωση ή ανάγνωση, το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας μπορεί να θεωρηθεί ένα βιβλίο φτιαγμένο από δυο Πόντιους, στην καταγωγή, στην ψυχή, αλλά και στην πράξη. Ο Μίμης Τσελεπίδης, κατευθείαν απόγονος προσφύγων από την Χάρσερα, τιμά μέσα από το έργο του την ταυτότητα και την ιστορία της οικογένειάς του, και γράφει στην ποντιακή διάλεκτο, γιατί όπως λέει ο ίδιος, του είναι πιο εύκολο. Είναι γι’ αυτόν η μητρική του γλώσσα. Στο «Αναστορώ τον κύρη’μ» διαβάζουμε:
Χάρσερας χώμαν έσυρα σον κύρημ’ και σην μάναμ’,
ας είναι αδά αναπαμέν’ ατό έτον το τάμαμ.
Όπως το χώμα από την πατρίδα που έριξε στους τάφους των γονιών του για να εκπληρώσει το τάμα του, ή το χρέος του απέναντί τους, έτσι και η ποίηση, τα τραγούδια, τα μοιρολόγια του, είναι η εκπλήρωση του χρέους του απέναντι σε όλους τους εκπροσώπους της γενιάς που σφαγιάστηκε, που ξεριζώθηκε, που βασανίστηκε ή αφανίστηκε, να μην χαθεί η γλώσσα τους, η ιστορία τους, τα μικρά η μεγάλα στοιχεία της καθημερινής ζωής τους, η θρησκεία τους, τα ιερά και τα κειμήλιά τους. Τους το χρωστάει, όπως τους το χρωστάνε και όλοι οι επίγονοί τους, οι υπόλοιποι Έλληνες, ή απλά οι άνθρωποι που γίνονται μάρτυρες σύγχρονοι ή κατοπινοί, ενός εγκλήματος.
Για τον Αλέξη, ο Μίμης Τσελεπίδης γράφει στο βιβλίο:
Η γενεά ς’ εν’ ξακουστόν είσαι ας σοι Στεφανάντας,
ολ’ λυριτζίδες τραγωδάν και λεγν’ ατς «λυριτζάντας».
Πάππων προς πάππων λυριτζάντ δόξαν’σ σοις Στεφανάντας.
Κατάγεται δηλαδή από ξακουστή γενιά λυράρηδων. Ο προπάππους του, θαμμένος στη συνοικία Ομάλα της Χάρσερας ήταν «λυριτζής μεγάλος». Και οι απόγονοί του, κρατώντας στο χέρι τη λύρα, τιμούν το χώμα που τον σκεπάζει και θυμούνται την ιστορία τους. Το παίξιμο της λύρας, η διάδοση της παραδοσιακής μουσικής, των τραγουδιών και των χορών, έγινε για τον Αλέξη μια προσωπική σταυροφορία, ένα στοίχημα να παραμείνουν ζωντανά τα ακρογωνιαία στοιχεία του ποντιακού πολιτισμού, ώστε να τα γνωρίσουμε εμείς, αλλά και οι επόμενοι. Αυτό μπορεί εύκολα να το αντιληφθεί κανείς αν παρακολουθήσει λίγο το έργο του στα Μουσικά Σχολεία, στις σχολές και τους φορείς όπου διδάσκει την ποντιακή λύρα, αλλά και την προσωπική καλλιτεχνική του πορεία.
Έτσι το ερώτημα παραμένει, πόσο αφορά κάποιον έξω από αυτή την παράδοση το συγκεκριμένο βιβλίο;
Μια προσέγγιση στην απάντηση είναι: όσο αφορά οποιονδήποτε άνθρωπο ο λόγος, η ποίηση ή η μουσική που παράγονται από οποιαδήποτε κοινωνία η ιστορική περίοδο, και μέσα τους εντοπίζονται διαχρονικά και πανανθρώπινα μηνύματα.:
Μαννίτζα μ’ αραεύω σε, πολλά αροθυμώ σε,
γομούται η γούλαμ και πονώ όντες αναστορώ σε,
θα ακούσουμε σε λίγο να μας τραγουδά ο Μίμης Τσελεπίδης. Η θέση της μάνας στην ψυχή του κάθε ανθρώπου. Ο Μίμης Τσελεπίδης, με απλά λόγια, συμπυκνωμένα νοήματα και ευθύβολες φράσεις, μιλάει κατευθείαν στο θυμικό μας, στοχεύοντας σε αρχέγονα συναισθήματα. Η αγάπη για ένα υπαρκτό πρόσωπο ή για μια ιδέα. Η πίστη στο Θεό και στη μοίρα. Ο πόνος για την απώλεια. Η αίσθηση της ασημαντότητας μπροστά στο θάνατο, το εφήμερο της ζωής. Η τιμή και το χρέος προς τους προγόνους μας. Τα ποιήματά του συνδυάζοντας τη δωρικότητα στα μέσα και ταυτόχρονα τη λυρικότητα στο ύφος, είναι μικρά συγκινητικά αποστάγματα μιας αγέραστης ψυχής, μιας διαχρονικής και γι αυτό πάντα σύγχρονης ματιάς στον κόσμο και στην ανθρώπινη ιδιότητα.
Ασήν εγάπ’ που κ’ εγροικά πάντα θα υποφέρει,
ους το ταφίν ατ άχαρος σην ψήν γεράν θα φέρει.
Μετά έρχεται η μουσική. Είναι κοινό μυστικό αλλά και επιστημονικά αποδεδειγμένο, πως ο λόγος συνοδεία μουσικής, διεγείρει εντονότερες συναισθηματικές αντιδράσεις, και αποτυπώνεται με βαθύτερους και μονιμότερους μηχανισμούς στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Εδώ η μουσική βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια με το λόγο. Εξίσου δωρική στα μέσα, με μόνο τρείς χορδές, αλλά λυρική στην έκφραση, με κελαρυστές μελωδίες και περίτεχνα γυρίσματα, πλαισιώνει τον λόγο όπως ένα φυσικό στοιχείο, το νερό ή ο αέρας, που βρίσκεται παντού γύρω, συχνά χωρίς να το παρατηρούμε, αλλά και που χωρίς αυτό δεν υπάρχουμε. Το μελωδικό υλικό προέρχεται από την ίδια δεξαμενή με το γλωσσικό. Την μακραίωνη παράδοση που γέννησε ένας τόπος και ο λαός του, δίχως να αναρωτάται κανείς πότε και από ποιόν. Η μουσική, χωρίς να υστερεί σε ομορφιά ή νόημα, υπογραμμίζει και αναδεικνύει τον στίχο δημιουργώντας μια άρρηκτη ενότητα, όπως όταν ακούει κανείς το «Μωρή κοντούλα λεμονιά» ή το «Ένα το χελιδόνι». Για μένα προσωπικά όμως, το σημαντικότερο στοιχείο που κάνει αυτό το δίπτυχο ξεχωριστό και ενδιαφέρον να ασχοληθεί κανείς μαζί του είναι η «αναπλαισίωση». Δανείζομαι τον όρο από την σύγχρονη έρευνα για τη μουσική παιδαγωγική αλλά πιστεύω πως άπτεται εξίσου της μουσικής παραγωγής. Έχουμε συνηθίσει όταν ακούμε για παραδοσιακή μουσική να την ταυτίζουμε με ένα άγονο ή μουσειακό είδος, με την έννοια ότι αναπαράγεται πιστά ως έχει, σε μια προσπάθεια αναβίωσης πλαισίων και πρακτικών που δεν υπάρχουν στη σημερινή κοινωνία, αλλά και που δεν είναι άλλο, από ένα φαντασιακό ιδεώδες ενός πράγματος που δεν υπήρχε ποτέ, ή κακέκτυπο αυτού που κάποτε υπήρχε. Όταν για παράδειγμα παρακολουθεί κανείς ένα φεστιβάλ φολκόρ, γνωρίζει καλά πως στις παραδοσιακές κοινότητες δεν υπήρχε η έννοια της «σκηνής», γιατί το σκηνικό ήταν η ίδια καθημερινή πράξη των ανθρώπων που γεννούσε το χορό και το τραγούδι. Ποτέ οι χορευτές δεν ήταν τόσο ομοιόμορφα ή ωραιοποιημένα ντυμένοι ή τόσο αυστηρά χορογραφημένοι. Ή αν παραβρεθεί σε κάποιος σε ένα πανηγύρι θα αντιληφθεί πως τα ηλεκτρονικά μέσα ενίσχυσης ή τα όργανα, ή οι εναρμονίσεις που χρησιμοποιούνται, πόρρω απέχουν από το ύφος του αυθόρμητου παραδοσιακού γλεντιού. Θα μπορούσαμε να αναλύουμε επί ώρες την έννοια και το σύγχρονο πρόσωπο της παράδοσης, εκεί όμως που θέλω να καταλήξω είναι πως η συνεισφορά του συγκεκριμένου βιβλίου-cd στο χώρο αυτό, είναι η παραγωγή ενός πρωτότυπου υλικού βασισμένο σε παραδοσιακές φόρμες, χωρίς να αξιώνει τον τίτλο του παραδοσιακού, αλλά και χωρίς να πέφτει στη φορμαλιστική παγίδα του «νέο-παραδοσιακού». Είναι μια γνήσια ανθρώπινη έκφραση, δομημένη με τα πιο άμεσα και στέρεα υλικά, η οποία αναγνωρίζει πως είναι ανέφικτο να αναπαραχθούν τα κοινωνικά, ιστορικά, γεωγραφικά κλπ πλαίσια που τα πρωτο-δημιούργησαν, τα φέρνει όμως στο σήμερα, για να επαναχρησιμοποιηθούν χωρίς ιδεαλιστικές αγκυλώσεις, και ταυτόχρονα χωρίς εκσυγχρονιστικές στρεβλώσεις. Και υπό αυτό το πρίσμα το cd μπορεί να ακουστεί όπως θα άκουγε κανείς ένα δίσκο ενός σύγχρονου μπλουζίστα, μια ροκ μπαλάντα ή σύγχρονα ελληνόφωνα από την κάτω Ιταλία.
Κατά τα άλλα, στο ερώτημα γιατί κάποιος που δεν σχετίζεται με την ποντιακή μουσική ή παράδοση να ακούσει ή να διαβάσει το συγκεκριμένο εχγείρημα, θα ήθελα να απαντήσω με μια προσωπική τοποθέτηση. Αισθάνομαι πως όλο αυτό καλύπτεται από μια μυστηριακή διάσταση, η οποία αγγίζει τα όρια μεταφυσικών προεκτάσεων. Ένα μοναστήρι με πάνω από 800 χρόνια ιστορίας, που ταυτίζεται με την ίδια την ιστορία του λαού της Χάρσερας. Μια εικόνα που μετά από 100 σχεδόν χρόνια με μαγικό τρόπο επανενώνεται με τα υπόλοιπα κειμήλια της μονής. Μία μοναδική αποτύπωση του Αγίου Γεωργίου σε εικόνα και ένας θρύλος για το χαλινάρι του, που κάνει τον λύκο (εχθρό) να προστατεύει τα πρόβατα (τα θύματά του) εν είδη επουράνιας υπόσχεσης. Πολλές καταστροφές και επανεκκινήσεις, με τελευταία αυτή στο χωριό Αγροσυκιά, όπου γεννιέται ο Μίμης Τσελεπίδης. Όλα αυτά τα στοιχεία, που θα μπορούσαν κάλλιστα να συνθέσουν ένα μυθιστόρημα του Dan Brown, θα τα δείτε να εκτυλίσσονται στο βιβλίο. Αυτό που ίσως δεν θα δείτε, είναι πως το δημιούργημα που κρατάτε στα χέρια σας είναι ουσιαστικά το αποτύπωμα της σχέσης δυο ανθρώπων, αυτή του Αλέξη Στεφανίδη και του Θεόδωρου Τσελεπίδη, που όλοι τον φωνάζουν Μίμη. Όχι όμως απλά Μίμη, αλλά θείο Μίμη, γιατί, για όποιον τον γνωρίζει, ο θείος Μίμης γίνεται αυτόματα οικογένεια. Είναι ο θείος μας ή ο παππούς μας, που δεν κουράζεται ποτέ να μας λέει ιστορίες. Κι όσο ο θείος Μίμης γράφει, εμείς πάντα θα τον αφουγκραζόμαστε, θα ακούμε, θα μαθαίνουμε θα συγκινούμαστε ή θα εκστασιαζόμαστε. Κλείνω με μια σύνοψη από το δελτίο τύπου που θεωρώ πως συμπυκνώνει όσα ήθελα να πω εδώ:
Στο πόνημα αυτό, οι λέξεις και οι ήχοι, βαθιά ριζωμένοι στα αρχέγονα πατρογονικά χώματα, ταξιδεύουν στο σήμερα, για να συμπαρασύρουν με τελετουργικό σχεδόν τρόπο τον αναγνώστη- ακροατή στον πλούτο, τη μαγεία και το μυστήριο, και ταυτόχρονα στην αμεσότητα την καθαρότητα ή την ορμητικότητα μιας «καρδιάς» που χτυπά σε παλμούς παραδοσιακούς, άρα πανανθρώπινους, και εξ αυτού σύγχρονους. Με επίγνωση του ιστορικού βάρους και του πολιτισμικού μεγαλείου μιας κληρονομιάς αιώνων, ο Αλέξης Στεφανίδης και ο Θεόδωρος (Μίμης) Τσελεπίδης, κατασκευάζουν τραγούδια που απελευθερώνουν δημιουργικά τις μνήμες, τα δεινά, αλλά και τα όνειρα και τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού, ως πρόταση και ως παρακαταθήκη για το σήμερα και τη συνέχεια, όχι μόνο του Ποντιακού Ελληνισμού, αλλά και κάθε έθνους, φυλής ή ανθρώπου, που υπακούει στα κελεύσματα, τα πάθη και τα σκιρτήματα της Καρδιάς του.
Ξένια Τσέλιγκα
Μουσικολόγος - Εκπαιδευτικός
ΜΑ στην Ψυχολογία της Μουσικής
Υποψήφια διδάκτορας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας