Ως ένα βιβλίο χρήσιμο για τους ερευνητές, τους μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς και τους ερευνητές, αλλά και για το ευρύ κοινό χαρακτήρισε ο δημοσιογράφος Φόρης Πεταλίδης, το βιβλίο του Βασίλη Σιδηρόπουλου «Πορείες θανάτου… και ζωής» που κυκλοφορεί από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, που παρουσιάστηκε στην αίθουσα του πρώην δημοτικού σχολείου, το βράδυ του Σαββάτου 6 Αυγούστου 2022.

Ο Φόρης Πεταλίδης, δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας ΕύΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ και του site efxinospontos.gr, μεταξύ άλλων επισήμανε:
Ο Βασίλης Σιδηρόπουλος, με βιώματα από τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου, και ιδιαίτερα του παππού του Σαούρ Ανέστη και της γιαγιάς του Κερεκίας, συστήνει στο αναγνωστικό κοινό το βιβλίο «Πορείες θανάτου… και ζωής», που μας το προσφέρουν οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, της Δέσποινας και του Παύλου Κυριακίδη, άξιων τέκνων του αείμνηστου Τάσου Κυριακίδη, ο οποίος τόσα πολλά προσέφερε στον τομέα των εκδόσεων βιβλίων για τον ποντιακό ελληνισμό - και όχι μόνο.
BIBLIO.SIDHROPOYLOS.BASILHS.POREIES.ZOHS.EKDOSEIS.KYRIAKIDH.IMG 8917
Το βιβλίο του συγγραφέα Βασίλη Σιδηρόπουλου, εντάσσεται στην κατηγορία εκείνη, όπου παίρνει αφορμή από τις αυθεντικές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, έτσι όπως τις έζησε μικρό παιδί στα ακούσματά του, στα παρακάθια στο χωριό Κούκος της Πιερίας, και είχε την προνοητικότητα να τις καταγράψει σε νεαρή ηλικία.
Όσοι έζησαν αυτήν την μυσταγωγία του παρακάθ’, από τους παλιότερους να διηγούνται ιστορίες και όχι μόνον, κατάφεραν σε πολύ νεαρή ηλικία να έχουν μία πρώτη επαφή με τον κόσμο των μεγάλων και να αφουγκραστούν μέσα από τις διηγήσεις τους, εμπειρίες ζωής και περιγραφή γεγονότων στα οποία οι ηλικιωμένοι ήταν πρωταγωνιστές. Τυχεροί όσοι νέοι προσέγγιζαν τα καφενεία, εκεί όπου οι γεροντότεροι αφηγούνταν γεγονότα της νιότης τους, άλλοτε πραγματικά, και άλλοτε περιστατικά τα οποία αρκετές φορές μεγαλοποιούσαν.
Αυτές τις προφορικές μαρτυρίες, ο Βασίλης τις κατέγραψε σε νεαρή ηλικία από το μυαλό στο χαρτί, στη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας τα δακτυλογράφησε και στην αρχή της συνταξιοδότησής του, τα έδωσε μορφή βιβλίου.
Ήδη οι αναγνώστες της εφημερίδας ΕύΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ και του site efxinospontos.gr, ορισμένα αυτοτελή αποσπάσματα της δουλειάς του Βασίλη Σιδηρόπουλου, των προσωπικών μαρτυριών και αφηγήσεων για το αντάρτικο σωτηρίας του Δυτικού Πόντου, τα έχουν διαβάσει, μιας και τα συμπεριέλαβε στην τελική μορφή του βιβλίου.
Οι προφορικές μαρτυρίες που μας προσφέρει ο Βασίλης Σιδηρόπουλος, είναι ένα στοιχείο χρήσιμο για τους ερευνητές – ιστορικούς για να κάνουν την τεκμηρίωση και την αναζήτηση των συμπερασμάτων για μελλοντικές πτυχιακές και διδακτορικές διατριβές, αλλά και την συγγραφή βιβλίων, ως πρωτότυπες πηγές.
Στο βιβλίο αφιερώνονται πολλές σελίδες στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, στον οποίο πήραν μέρος ως πρωταγωνιστές οπλαρχηγοί του Πόντου, τις αντιθέσεις που είχαν μεταξύ τους, και μέσα από την αφήγηση του παππού του Σαούρ Ανέστη, δίνει το στίγμα εκείνης της εποχής και ιδιαίτερα του αδελφοκτόνου πολέμου. Αναφέρει πολλά ονόματα πρωταγωνιστών της περιοχής και της δράσης τους, χρήσιμο για το πώς σκέφτονταν και δρούσαν εκείνη την εποχή. Τον παραγκωνισμό του παππού τους, επειδή διαφωνεί με επιλογές των ανωτέρων του, γεγονός που του αλλάζει και τον τρόπο σκέψης του.
Πολύ πόνος και οδύνη περιγράφονται για εκείνη την εποχή της Κατοχής και ιδιαίτερα του αδελφοκτόνου Εμφύλιου πολέμου. Δεν θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά στην εισήγησή μου. Έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες, εκατοντάδες βιβλία, από κάθε πλευρά, και πρωταγωνιστές των γεγονότων κατέθεσαν τις απόψεις τους. Κάθε οικογένεια, ιδιαίτερα στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία είχε τραυματικές εμπειρίες, έχασε πατέρα, αδελφό και συγγενή και τα πάθη περίσσεψαν.
Ενώ όλοι οι λαοί έβγαιναν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην παραγωγή, χαίρονταν την ειρήνη, οι στρατιώτες γυρνούσαν από το μέτωπο, στην Ελλάδα, αδελφός σκότωνε τον αδελφό. Ελπίζω τα λάθη του παρελθόντος για κάθε πλευρά, να είναι οδηγός για μελλοντικές αποφάσεις και οι Έλληνες να μην παίξουν για μία ακόμη φορά τα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων, που πάντοτε κοιτούν τα δικά τους συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της πατρίδας μας.
Το βιβλίο ξεκινάει με το τάμα του Βασίλη, στον παππού του Σαούρ Ανέστη και στην γιαγιά του Κερεκία, να πάει να βρει τα μέρη όπου γεννήθηκαν, σε μια αποστολή στον Εύξεινο Πόντο το 2014 με το λεωφορείο του Αγάπιου Φιλοκώστα, και με άλλους συνταξιδιώτες, όπου μετά από δυσκολίες μαζί με τη σύζυγό του Βάσω, φτάνουν στην Παφλαγονία. Εκεί όπου έζησαν και μαρτύρησαν δεκάδες  Έλληνες της περιοχής του Δυτικού Πόντου.
Από τις περιγραφές της γιαγιάς Κερεκίας σε μέρη δύσβατα με τον νεαρό ταξιτζή που πήραν ως οδηγό, βρίσκουν τη σπηλιά, τόπο μαρτυρίου Ελλήνων, «Παφλαγονούν Μα(γ)αρά, δηλαδή (Σπηλιά) των Παφλαγόνων, τον τάφο Παφλαγόνων βασιλιάδων. Εκεί όπου βρήκαν καταφύγιο γυναικόπαιδα και γέροι από τα γύρω χωριά, όταν τους κυνηγούσαν οι Κούρδοι και οι Λαζοί τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, οι οποίοι και τελικώς τους έκαψαν ζωντανούς, ανάμεσά τους και τον πατέρα της και πολλούς από το σόι της. Ένα κερί στη μνήμη τους, από τον εγγονό, επιθυμία της γιαγιάς.
Η γιαγιά με τις διηγήσεις της μυεί τον εγγονό, της στα γεγονότα της εποχής, όπου σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού ενεργό ρόλο παίζουν οι Κούρδοι (Γουρτ – Λύκοι) της περιοχής, αλλά του περιγράφει και την ανεκτικότητα και την φιλική σχέση με τους Αλεβί (Αλεβίτες) ή Μπεκτασί (Μπεκασήδες) που δεν είχαν τζαμιά.
Ο συγγραφέας κάνει αρκετές περιγραφές από τις διηγήσεις για τις μάχες, τις απώλειες, την φυγή στα βουνά, των Ελλήνων ανταρτών, των γυναικοπαίδων, τις ατέλειωτες πορείες στα αμελέ ταμπουρού, δηλαδή στις πορείες λευκού θανάτου, όπως τις χαρακτήρισε ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, αλλά και στην σωτηρία μελών της οικογένειάς της μετά από περιπετειώδη τρόπο, μέσω της Συρίας.
Σε μία από τις πορείες λευκού θανάτου ήταν και η γιαγιά του Βασίλη, η Κερεκία η οποία διηγείται την ατέλειωτη μαρτυρική της περιπλάνηση με τετρακόσιες περίπου γυναίκες και μικρά παιδιά, που κατάγονταν από τα δεκατρία Μερτσιμεκλίδικα ελληνικά χωριά δυτικά του Βερίρκιοπρου, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν στις 21 Ιουνίου 1921.
Αφού τις ομαδοποίησαν σαν τα πρόβατα τις οδήγησαν πεζοπορώντας μέχρι το Βεζίρκιοπρου. Από εκεί μέσω της Κάβζας έφτασαν στη Μερζιφούντα, όπου τις πασπάλιασαν για δύο μήνες περίπου σαν φύλλα καπνού μέσα κι έξω από την αυλή του Αμερικανικού Κολεγίου «ΑΝΑΤΟΛΙΑ».
Ο Τοπάλ Οσμάν έψαχνε να βρει άνδρες που θα συνόδευσαν τα γυναικόπαιδα στις προγραμματισμένες από τον Κεμάλ πορείες θανάτου. Οι Τσέτες δεν επαρκούσαν για να αναλάβουν και αυτό το έργο. Ανέθεσε σε πρόθυμους Κούρδους αυτή την βρώμικη δουλειά. Αυτοί έπαιρναν μια ομάδα γυναικών πάνω στις οποίες είχαν πλέον δικαίωμα ζωής ή θανάτου. Μπορούσαν να ληστέψουν, να τις βιάσουν, να την αφήσουν να πεθάνουν αβοήθητες ή να τις πουλήσουν σαν σκλάβες για να καρπωθούνε λίρες ή χρήματα.
Συγκλονιστική είναι περιγραφή όταν φτάνουν στην Αμάσεια, όπου κρατούνταν φυλακισμένες. Οι Κούρδοι συνοδοί τους, τις υποχρέωσαν να διασχίσουν πεζή όλη σχεδόν την πόλη, για να παρακολουθήσουν για παραδειγματισμό την τιμωρία των προδοτών του Μιλιέτ με απαγχονισμό στην πλατεία Ρολογιού. Η πορεία τους προς το ικρίωμα έγινε κάτω από τις απειλές και τα γιουχαΐσματα πλήθους Μουσουλμάνων ανδρών και γυναικών, που τις ακολουθούσαν και τις απειλούσαν αλαλάζοντας, να τις λυντσάρουν.
Εκείνη την ημέρα στην ομάδα των μελλοθανάτων βρισκόταν και ο δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης από την Τραπεζούντα. Τον είχαν συλλάβει και τον καταδίκασαν κι’ αυτόν σε θάνατο με απαγχονισμό, επειδή αυτά που έγραφε στην εφημερίδα του, την ΕΠΟΧΗ ενοχλούσαν τον Κεμάλ και τα σχέδιά του.
Αποχαιρέτησαν με το κεφάλι ψηλά τους ήρωές τους και ακούγοντας τον μελλοθάνατο δημοσιογράφο Νίκο Καπετανίδη πάνω στο ικρίωμα να ουρλιάζει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του «Ζήτω η Ελλάς», ανταποκρίθηκαν στο από ψυχής κάλεσμά του.
Άρχισαν να κροταλίζουν με τη γλώσσα τους ένα απόκοσμο διαπεραστικό σύριγμα, που τρυπούσε τ’ αυτιά και ράγιζε καρδιές, στέλνοντας έτσι τις ευχές τους για καλό κατευόδιο στον παράδεισο.
Οι συνοδοί τους, ξαφνιασμένοι από την απρόσμενα θαρραλέα στάση τους, άρχισαν να ουρλιάζουν και να τις χτυπούν με μίσος με τους βούρδουλες και τα καμουτσίκια τους, όπου τις έβρισκαν.
Λέει ο συγγραφέας. Ρωτούσα τη γιαγιά μου τα κατοπινά χρόνια.
-Καλά βρε γιαγιά, εσείς με τι κουράγιο φωνάζατε και εμψυχώνατε τον Καπετανίδη και τους άλλους μελλοθανάτους την ώρα που τους κρεμούσανε και μου απαντούσε.
-Γιάβρουμ, τι που βρήκαμε το κουράγιο; Φωνάζαμε γιατί πήραμε δύναμη απ’ το δικό του κουράγιο του, όταν τον είδαμε να πετάει την κουκούλα απ’ το κεφάλι του στα μούτρα των δημίων του και να κραυγάζει ζήτω η Ελλάς. Αυτός πέθανε γιάβρουμ πάνω στην κρεμάλα… εμείς ήμασαν ζωντανές ακόμα. Είχαμε να ελπίζουμε ακόμα στον Θεό…
Ο Βασίλης Σιδηρόπουλος στο ταξίδι του βρίσκει στο χωριό Σόου(γ)τζάχ, έναν ηλικιωμένο, ο οποίος θυμάται την επίσκεψη του παππού του το 1971 μαζί με άλλους πέντε γέρους, για να ψάξουνε έναν Τσερκέζο φίλο τους, τον Εμίν Αγά, που βοηθούσε στο αντάρτικο τους Έλληνες, τους Ουρουμλούδες όπως έλεγαν τους Έλληνες, στα βουνά και τους προμήθευε με σφαίρες και τρόφιμα, αλλά και τους βοήθησε να φύγουν στην Ελλάδα. Δυστυχώς, όταν ήρθαν όπως τους είπε, πέθανε και δεν κατάφεραν να τον συναντήσουν.
Ο Βασίλης Σιδηρόπουλος, ήταν και τυχερός ως παιδί, γιατί ο μεγάλος δημοσιογράφος, κωμωδιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς, που γεννήθηκε το 1907 στην Τραπεζούντα και έζησε την παιδική του ηλικία στον Πόντο, ήταν βοηθός του Εθνομάρτυρα Νίκου Καπετανίδη στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, μετά την συγγραφή του μνημειώδους βιβλίου «Η Γη του Πόντου» και  το 1966, έπαιρνε συνεντεύξεις για το Αντάρτικο του Πόντου και τους πρωταγωνιστές του. Σκόπευε να το εκδώσει φαίνεται, αλλά τον βρήκε ο θάνατός του, το 1979.
Οι διηγήσεις στον Δημήτρη Ψαθά, γινόταν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, όπου διέμενε ο Βασίλης, και παρήλαυναν οπλαρχηγοί και γέροντες που θυμόταν τα γεγονότα.
Αυτές τις διηγήσεις τις κατέγραψε στη μνήμη του ο συγγραφέας μικρό παιδί, τις δακτυλογράφησε και αποτελούν μια ζωντανή μαρτυρία, χρήσιμη για τον αναγνώστη να δει από την ματιά των πρωταγωνιστών τα γεγονότα της εποχής.
Αναφέρονταν στα γεγονότα στη σπηλιά του Οτ Καγιά (Χορταρισμένος βράχος) στο βουνό Νελτές του Νεμπιέν Νταγ της Μπάφρας τον Απρίλιο του 1917, όπου έχασαν τη ζωή τους εκατοντάδες γυναικόπαιδα και λίγοι ένοπλοι που τους υπερασπίζονταν. Η σπηλιά ήταν εβδομήντα μέτρα πάνω από το μοναστήρι της Παναγίας της Μά(γ)αρα, δηλαδή (Παναγία του Σπηλαίου).
Το γεγονός αυτό αποτέλεσε αφορμή για να γίνει λίγο αργότερα η μάχη του Τσάα(γ), όπου οι Έλληνες αντάρτες επιτέθηκαν στο στρατόπεδο και σκότωσαν εννιακόσιους περίπου ένοπλους Οθωμανούς στρατιώτες, τριακόσιους περίπου Τσανταρμάδες και τετρακόσιους περίπου άτακτους τσετέδες, αλλά και αμάχους  χωρικούς.
Η απώλειες για τους αντάρτες ήταν 180 νεκροί, ίσως και περισσότεροι. Αλλά με τα όπλα που πήραν, εξόπλισαν και άλλους 1.500 αντάρτες, που ήταν στα βουνά, αλλά δεν είχαν όπλα. Τις σφαίρες δε που πήραν τις χρησιμοποίησαν για τουλάχιστον δύο χρόνια. Αυτή η πανωλεθρία των Οθωμανών, δεν περιγράφεται στην επίσημη ιστορία του τουρκικού κράτους. Μεγάλη σε μέγεθος από αντάρτες, γεγονός που δείχνει πόσο τους στοίχησε.
Στην περιγραφή προς τον Δημήτρη Ψαθά, ιδιαίτερα μεγάλο μέρος περιλαμβάνει η σφαγή των Ελλήνων στο χωριό Μαησλ(ι)ού τον Μάρτιο του 1922, λίγο πιο νότια από το Τσαα(γ)σούρ, από τον Λιβά Πασά. Εκεί συγκεντρώθηκαν περίπου πεντέμισι χιλιάδες αντάρτες με τα γυναικόπαιδα από κοντινά ελληνικά χωριά, για να ξεχειμωνιάσουνε μέσα σε υπόγεια, χαλάσματα και ορύγματα.
Όμως μέσα στη χαράδρα και στο χωριό, σκοτωθήκανε, τραυματιστήκανε και αιχμαλωτιστήκανε όπως υπολόγισαν μετά οι αντάρτες, κάπου χίλιοι πεντακόσιοι αντάρτες και γυναικόπαιδα, που δεν τους ξαναείδε ποτέ κανείς. Ποτέ στα εφτά χρόνια του αντάρτικου της περιοχής, δεν σκοτωθήκανε τόσοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Μία άλλη αποτυχία του απομονωμένου από την Ελλάδα αντάρτικου, μιας και δεν έστειλε στον Πόντο ούτε μία σφαίρα, ήταν, όταν οι αντάρτες του δυτικού Πόντου απελπισμένοι προσπάθησαν να βοηθήσουν τον ελληνικό στρατό στον Σαγγάριο και να χτυπήσουν στα νώτα ερχόμενοι από τα βουνά του Ευξείνου Πόντου, τον τουρκικό στρατό.
Έπεσαν όμως σε παγίδα πενήντα χιλιόμετρα πριν τον τελικό στόχο κοντά στο χωριό Σαρισού, μετά από προδοσία όπως είπαν των Άγγλων με τους οποίους είχαν επαφή και έχασαν τετρακόσιους είκοσι δύο άνδρες.
Ο συγγραφέας αναφέρει την άποψη πως ο επικεφαλής τους, ο Κισάμπασακ, μετά από αυτό δεν είχε εμπιστοσύνη στους Άγγλους και τέθηκε στην υπηρεσία των Γερμανών στη Κατοχή.
Κι όπως είπαν οι οπλαρχηγοί στον Δημήτρη Ψαθά, μετά από εφτά χρόνια αντάρτικο οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί είχανε διαλύσει τις οικογένειές μας, έσφαζαν τα παιδιά μας, βιάζανε τις γυναίκες, τις κόρες και τις αδελφές μας και μας καταντήσανε σαν τους κυνηγημένους λύκους στα χωριά. Τα χωριά μας δεν υπήρχανε πια, τα είχανε κάψει όλα. Το μίσος μας πια έγινε καταστροφική οργή.
Επίσης στο βιβλίο του Βασίλη Σιδηρόπουλου, ξεχωρίζει η επισήμανση του Δημήτρη Ψαθά, προς τους αφηγητές Καπετάνιους, όταν τους λέει:
Στεναχωριέμαι πολύ, επειδή το έπος της αντίστασης του Πόντου είναι άγνωστο ακόμη στους Έλληνες. Εμείς οι Πόντιοι δώσαμε το αίμα μας για την επιβίωση και την αξιοπρέπειά μας και χάσαμε την πατρίδα μας. Δεν έπρεπε αυτό να διδάσκεται στα σχολεία μας, όπως τα ηρωικά κατορθώματα του Κολοκοτρώνη, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και των άλλων ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Είναι τόσο μεγάλη η σημασία της, που όλοι εμείς οι μορφωμένοι Πόντιοι έχουμε την υποχρέωση να την καταγράψουμε, να την αναδείξουμε και να υποχρεώσουμε το κράτος μας να την συμπεριλάβει στην ιστορία του, όπως και όλο το ηρωικό έπος της αντίστασης του Πόντου. Γράψατε χρυσές σελίδες στην ιστορία, αλλά το μεγαλείο σας ούτε εσείς δεν το γνωρίζετε ακόμη! Ούτε όμως και η πατρίδα μας σας τίμησε, όπως σας έπρεπε.
Πλησιάζοντας προς το τέλος της εισήγησης θα κλείσω με το τέλος του βιβλίου, όταν ο εγγονός Βασίλης, ρωτάει τον παππού του τον Οκτώβριο του 1981, «πόσους ανθρώπους έσφαξες στη ζωή του στην Τουρκία και στον εμφύλιο; Τι ψυχή θα παραδώσεις στο Θεό;» κι εκείνος δεν απάντησε αμέσως, αποσύρθηκε πικραμένος, αλλά την άλλη μέρα του απάντησε με τον δικό του λέγοντάς του να πάρει μολύβι και χαρτί και να γράψει:
«Χθες με ρώτησες θυμωμένος, πόσους έσφαξα στην Τουρκία και στον εμφύλιο και τι ψυχή θα παραδώσω στον Θεό. Ένα έχω να σου πω, πως δεν θύμωσα καθόλου, γιατί είσαι νέος και έχεις κάθε δίκαιο να τα αμφισβητείς όλα. Αλλά εγώ σε μεγάλωσα, επειδή τους γονείς σου δεν τους γνώρισες, να είσαι πάντα δίκαιος και να βοηθάς τους ανθρώπους. Εγώ συγχώρεσα όλους τους εχθρούς μου, ακόμα κι αυτούς που σκοτώσανε το παιδί μου. Τέτοιο άνθρωπο ήθελα να σε κάνω. Να μάθεις στη ζωή σου να δίνει, γιατί μόνο έτσι θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Έχεις κάθε δίκαιο να είσαι θυμωμένος, αλλά όταν με τα χρόνια διαβάσεις και μάθεις τότε θα με θυμηθείς».