Στους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε να γράψει μαζί με την κόρη του Αρχοντούλα, το βιβλίο “Ιχνηλατώντας τις ρίζες μας στο Καρς του Καυκάσου”, αναφέρθηκε ο συγγραφέας – εκπαιδευτικός Νίκος Κωνσταντινίδης, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, στην βιβλιοπαρουσίαση η οποία έγινε στην αίθουσα της Αυστροελληνικής Καπναποθήκης στο Κιλκίς, την Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022, ώρα οχτώ το βράδυ, με την αιγίδα του δήμου Κιλκίς.
Ανέφερε ο Νίκος Κωνσταντινίδης:
Η επιθυμία να γραφεί ένα βιβλίο για όλα τα χωριά του Καρς, εκδηλώθηκε μετά το πρώτο μας βιβλίο, που είχε τον τίτλο: «Οι Ρίζες μας – Πόντος Καύκασος Χωρύγι – Κιλκίς».
Η αφορμή δόθηκε από τον εκδότη της εφημερίδας «Εύξεινος Πόντος», Φόρη Πεταλίδη, που μου ζήτησε δύο ένθετα αφιερώματα για το Καρς.
Τα αφιερώματα καθώς έπρεπε να ήταν περιεκτικά και διαφωτιστικά των πτυχών της ζωής των προσφύγων προγόνων μας, του Καρς, «έπιασαν» 32 σελίδες! Κάπως έτσι ξεκίνησε η συγγραφή του παρόντος βιβλίου.
Ήδη από την αρχή γνωρίζαμε ότι η εύρεση στοιχείων θα ήταν δύσκολη διαδικασία, καθώς πέρασαν πάνω από 100 χρόνια από όταν ήρθαν οι πρόγονοί μας στην Ελλάδα από το Καρς.
Το γεγονός ότι πολλά χωριά από το Κυβερνείο του Καρς εγκαταστάθηκαν στο νομό μας, αποτελεί ένα συγγραφικό, θα έλεγα, πλεονέκτημα.
Ήδη είχα προηγουμένως επισκεφθεί 3 φορές το Καρς κι είχαμε συλλέξει με την Αρχοντούλα στοιχεία από τα αρχεία του ΚΜΣ, του ΓΑΚ, του ΙΑΠΕ, είχαμε όλη τη βιβλιογραφία για το Καρς, την εμπειρία από το προηγούμενο βιβλίο, και αρκετό ανέκδοτο υλικό.
Επιπλέον, στην προσπάθεια αυτή ήταν κοντά μας ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης, ζώσα ιστορία της πόλης μας, ο Ν. Αφεντουλίδης, που αποδελτίωσε τους καταλόγους της (ΕΑΠ), ο φιλίστορας Τάσος Αμανατίδης και ο σχολικός σύμβουλος Γιάννης Κασκαμανίδης, που επιμελήθηκε τους χάρτες του βιβλίου.
Εκείνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να βρούμε από το κάθε χωριό του Καρς απογόνους των κατοίκων του στην Ελλάδα, που να ξέρουν την ιστορία του χωριού τους και να τους πάρουμε συνέντευξη.
Για το σκοπό αυτό έγιναν πολλές επισκέψεις σε χωριά και πόλεις όπου ζουν απόγονοι Καρσλίδων, στείλαμε ιμέιλ, κάναμε τηλέφωνα, συλλέξαμε φωτογραφίες, μελετήσαμε μεταπτυχιακές εργασίες, διδακτορικά και πολλά χρήσιμα ντοκουμέντα.
Μιλήσαμε με τους καλύτερους γνώστες από το κάθε χωριό και μπορώ να πω πως όλοι τους μοιράστηκαν τις γνώσεις τους μαζί μας με μεγάλη χαρά.
Στο περιεχόμενο του βιβλίου δεν θα αναφερθώ. Θα σταθώ μόνο σε κάποια ορισμένα παραλειπόμενα που προξένησαν αισθήματα χαράς και προκάλεσαν δάκρυα συγκίνησης.
Συγκινήθηκα, όταν σε συνέντευξη που πήρα από τον Γιώργο Τσιλιγκαρίδη από το χωριό Πηγή του Κιλκίς, με καταγωγή το Τιβίκ του Καρς μου ανάφερε τα εξής:
Όταν έγιναν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ο παπάς του χωριού συγκέντρωσε στον αύλειο χώρο της εκκλησίας τους κατοίκους του χωριού και τους μίλησε για την ανάγκη οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα.
Πρώτος ανταποκρίθηκε ο φτωχότερος του χωριού, που πούλησε το ένα από τα δυο του βόδια, και μάλιστα το καλύτερο, και τα χρήματα που πήρε τα πρόσφερε στον έρανο για την πατρίδα.
Μου διηγήθηκε ακόμη ότι στο καράβι επάνω, κατά τον ερχομό τους στη Θεσσαλονίκη, γεννήθηκε ένα παιδί που του έδωσαν το όνομα καπετάνιος. Και πως ένα αγοράκι, που πέθανε, αντί να το ρίξουν στη θάλασσα, το έριξαν στον κλίβανο του βαποριού για καύσιμη ύλη.
Έτσι επιβεβαιώνεται το δίστιχο που λέει:
«με τ’ ανθρωπίων τ’ άψιμον το παραχώτ επέγνεν.
Τίλεγος κυρτς πα έτονεν ντ’ εκάθουντον κι ετέρνεν».
(παραχώτ είναι το καράβι και τίλεγος σημαίνει τι λογής).
Το φαινόμενο άλλωστε της καύσης των νεκρών ήταν γνωστό από την εποχή του Ομήρου. Ο Νεοπτόλεμος ο Πύρρος, γιος του Αχιλλέα, χόρεψε τον πυρρίχιο χορό, γύρω από την νεκρική πυρά του Πάτροκλου.
Αυτό εξάλλου σημαίνει ετυμολογικά η λέξη πυρρίχιος (από το ουσ. πυρ + το ρήμα οίχομαι) που σημαίνουν μαζί ακολουθώ τη φωτιά. Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, μένω όμως σ’ αυτήν, η οποία και επιβεβαιώνεται από το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής των Liddell & Scott.
Μια δεύτερη περίπτωση είναι αυτή που αναφέρεται σε κάποιον Γρηγόρη Καραπιπέρωφ από το Βενζίκιοϊ του Καρς, και κατόπιν κάτοικο Μεταλλικού.
Ο Γρηγόρης ήρθε στην Ελλάδα το 1914, όπου φοίτησε στη σχολή λογιστών Κωνσταντινίδη στη Θεσσαλονίκη. Πίσω στο Καρς άφησε τους γονείς του και τα εφτά αδέρφια του. Τέσσερα κορίτσια και 3 αγόρια.
Οι δύο μεγαλύτερες αδερφές του παντρεύτηκαν στη Ρωσία. Το 1921 έφυγε η οικογένειά του από το Βατούμ για την Ελλάδα. Πάνω στο καράβι πέθαναν οι γονείς τους και τους έριξαν στη θάλασσα. Τα παιδιά τους τα ανέλαβε ο αδερφός του πατέρα τους.
Ο Γρηγόρης κάθε φορά που μάθαινε ότι ερχόταν βαπόρι από το Βατούμ πήγαινε στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς να ψάξει να δει, αν ήρθε και η δική του οικογένεια.
Ένα πρωί εκεί στην είσοδο των απολυμαντηρίων βλέπει ένα παιδάκι με κασελάκι λούστρου. Ο μικρός μόλις είδε ότι ο κύριος ήταν ντυμένος σικ και φορούσε καινούρια παπούτσια τον ρώτησε, «αν θέλει να του τα βάψει». «Ναι» απάντησε ο Γρηγόρης. Όχι, γιατί ήταν άβαφα, αλλά γιατί ήθελε να χαρτσιλικώσει το μικρό πρόσφυγα.
Όταν τελείωσε το βάψιμο τον ρώτησε ο Γρηγόρης πόσο ήθελε. Ο Χρήστος, έτσι έλεγαν τον λούστρο, διαπιστώνοντας από το ντύσιμο ότι ο κύριος έχει λεφτά, του ζήτησε τα διπλά. Ο Γρηγόρης τον λυπήθηκε και του έδωσε τα διπλά από ό,τι ζήτησε.
Μετά, συνέχισε ο Γρηγόρης το ψάξιμο στα αντίσκηνα αναζητώντας την οικογένειά του, ώσπου το μεσημέρι μπαίνει σ’ ένα μεγάλο αντίσκηνο, όπου και βρήκε τα αδέρφια του.
Αγκαλιές, χαρές, φιλιά, όταν κάποια στιγμή ανοίγει το παραβάν και μπαίνει μέσα ο μικρός λούστρος. «Καλά» του λέει ο Γρηγόρης, «Κι εδώ με ακολουθείς; Θέλεις να μου βάψεις ξανά τα παπούτσια;»
Ανάθεμά σε του απαντά η μεγάλη του αδερφή: «Τον μικρόν τον αδερφός πα κι εγνώρτσες».
Δάκρυσε ο Γρηγόρης από χαρά, ακούγοντας ότι ο λούστρος ήταν ο μικρός του αδερφός, ενώ ο μικρός λούστρος, ένιωσε άβολα, γιατί πήρε διπλή αμοιβή για τη βαφή των παπουτσιών από το μεγάλο του αδερφό!
Κάτι ακόμη που διαπίστωσα κατά τη συγγραφή του παρόντος πονήματος είναι το βαθύτερο νόημα που κρύβουν μερικά ποντιακά δίστιχα, όπως το παρακάτω:
«Και ν αδά ακούς κλαψίματα εκές παρακαλίας,
σο Καρς και σο Σαρίκαμις βαρκίματα λαλίας».
Ο στίχος αυτός αναφέρεται στη μάχη του Σαρίκαμις στην οποία και πολεμούσαν Έλληνες από τις δύο μεριές:
Από τη μια οι Πόντιοι του Πόντου με την πλευρά των Τούρκων, βάσει της υποχρεωτικής στράτευσης με νόμο των Νεότουρκων, από το 1908, κι από την άλλη οι Πόντιοι του Καυκάσου με την πλευρά των Ρώσων.
Κατά κάποια έννοια ο πόλεμος αυτός ήταν κι ένας Εμφύλιος Πόλεμος από ελληνικής πλευράς.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι Έλληνες του Πόντου γνωρίζοντας ότι απέναντί τους είχαν Έλληνες του Καυκάσου, δεν πολέμησαν με ψυχή, γεγονός που το πλήρωσαν ακριβά με γενοκτονία.
Στη Μάχη του Σαρίκαμις σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα ελληνικά χωριά της περιοχής όπως και ο Ιωάννης Καλτσίδης, ταγματάρχης του Ρωσικού στρατού, από το χωριό Αλίσοφι του Καρς, και ο Χαράλαμπος Πυλόρωφ, διοικητής του αστυνομικού τμήματος της πόλης του Καρς, οι οποίοι ανέβασαν 23 κανόνια στις πλαγιές του Σογανλούκ, επηρεάζοντας έτσι τη νικηφόρο έκβαση της μάχης. Υπάρχει κι «εδώ» ένα στίχος που επιβεβαιώνει τη συμμετοχή των Ελλήνων του Καυκάσου στη συγκεκριμένη μάχη:
«Κι εμέν σιργούν εποίκανε και σο Σαρικαμίσι,
ας κλαίει η μαυρομάνα μου,
που κι εχ’ αλλ’ από πισ’ –ι- μ’.
Ένας ακόμη γνωστός στίχος, που υπάρχει και σε παραλλαγή είναι και ο εξής:
«Ο Πυλορώφ επίταξεν
τ’ αράπαδας γοσέψτεν,
μη κλαίτε και μη θλίφκουστουν,
τα σπάθια ζωστέστεν».
Ο στίχος μαρτυρά τα δραματικά γεγονότα του ξεριζωμού και της φυγής από το Καρς.
Να ειπωθεί επίσης πως ο Χαράλαμπος Πυλόρωφ ναύλωσε με δικά του έξοδα καράβι από το Βατούμ για την Ελλάδα.
Στις εκπλήξεις της συγγραφής συμπεριλαμβάνεται κι αυτή που συνδέεται με το Βλαδίμηρο Τριανταφυλλίδη, υψηλόβαθμο αξιωματικό του Σοβιετικού στρατού, τέταρτου τη τάξει, για τον οποίο δυστυχώς υπάρχουν ελάχιστα καταγεγραμμένα στοιχεία.
Ο Τριανταφυλλίδης ήταν από το χωριό Μαγαρατσίκ του Καρς. Εκεί που αναζητούσα στοιχεία για
το Μαγαρατζίκ ανακαλύπτω ένα βίντεο στο You tube.
Στο τέλος υπήρχε ένα τηλέφωνο με το όνομα Τριανταφυλλίδης Λέων. Αυτός με παρέπεμψε στον Ηλία Τριανταφυλλίδη, ξάδερφό του, συνταξιούχο φιλόλογο και Θεολόγο 88 ετών.
Πήγα άμεσα στη Βέροια και τον συνάντησα. Μου μίλησε για το θείο του με δάκρυα στα μάτια. Για τον Βλαδίμηρο Τριανταφυλλίδη, ήρωα του Σοβιετικού στρατού, με πρωτοποριακές μελέτες για τις μηχανοκίνητες μονάδες και δάσκαλο του στρατάρχη Ζούκωφ.
Ο Βλαδίμηρος Τριανταφυλλίδης είναι ενταφιασμένος σήμερα στην νεκρόπολη του Κρεμλίνου, μαζί με άλλους 12 ήρωες του Σοβιετικού Στρατού. Στην Ελλάδα όμως είναι άγνωστος!
Όλη η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από φως. Από το «Απολλώνιο φως» της Αρχαιότητας, ως το «Δεύτε λάβετε φως» της Ανάστασης, το «Άξιον Εστί το Φως» του Ελύτη, το «κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός» του Σεφέρη και το «Φως περισσότερο φως» του Γκαίτε.
Αυτό το φως αναζήτησα στις ιστορικές πατρίδες των προγόνων μας, σε μέρη έρημα και σπίτια ερειπωμένα. Αποζημιώθηκα, όμως, όταν αντίκρισα πάνω σε ραγισμένα δοκάρια σπιτιών χαραγμένα ελληνικά ονόματα και δάκρυσα όταν έσκυψα να πιω νερό από τις βρύσες τους.
Ήταν ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, με στιγμές υγρές, βράδια σπαρμένα από φως και νύχτες ακοίμητες. Μια βουτιά στα καθαρά νερά της ψυχής, την ώρα που το φως του ήλιου λιγοστεύει και τ’ άστρα χαμηλώνουν να τη φωτίσουν. Ήταν ένα ταξίδι αναζήτησης της μακρινής ταυτότητάς μας. Αυτής που δεν χωρά σε βιογραφικά, γιατί έχει όλα όσα ορίζουν την ιστορία μας, την ευαισθησία μας, τον πολιτισμό μας.
Τέλος να πω δυο λόγια για το εξώφυλλο:
Στο εξώφυλλο απεικονίζεται ο Προμηθέας Δεσμώτης, του Αισχύλου, Σαλαμινομάχου και Μαραθωνομάχου. Για το έργο του αυτό ο Αισχύλος καταδικάσθηκε, γιατί φανέρωσε κρατικά μυστικά, επειδή τοποθέτησε τον Προμηθέα στον Καύκασο, γνωστό βουνό για τα σιδηρομεταλλεύματά του.
Κάτω από τη φωτογραφία του Προμηθέα υπάρχουν τυπωμένα τα λόγια του: «Ες τάρταρον άρδην ρίψει δέμας τουμόν, πάντως γε εμέ ου θανατώσει». Η λέξη τουμόν σε κράση αντιστοιχεί στο ποντιακό «τ’ εμόν», από την αρχαιοελληνική προσωπική αντωνυμία, εμός, εμή, εμόν. Ενώνουμε δηλαδή την ποντιακή διάλεκτο, με τον Καύκασο και τον αλυσοδεμένο στα βράχια του, Προμηθέα που έδωσε στους ανθρώπους της γνώσης το φως. Άλλωστε κοινή ήταν η μοίρα όλων όσων προσπάθησαν να σώσουν τον άνθρωπο, από τον Προμηθέα, ως τον Σωκράτη και το Χριστό. Τα λόγια του Προμηθέα τα πήρε ο Παλαμάς στο Διγενή Ακρίτα γράφοντας «Δεν χάνομαι στα τάρταρα μονάχα ξαποσταίνω, στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω».
Η συγγραφή του βιβλίου ήταν ένα συναρπαστικό συναπάντημα που συνένωνε της ψυχής τη λαλιά με της φωνής την αντιλαλιά, που ερχόταν από μακριά, με τους πέντε ανέμους του Καυκάσου.
Μια φωνή κι ένα αντιφώνημα βγαλμένα από απέθαντες ψυχές, κάτω από γερτές σκεπές και σπίτια σκελετωμένα, που μέσα τους τράνεψαν ελπίδες και μεγάλωσαν όνειρα.
Όπως κάθε εξερεύνηση σε αχαρτογράφητη γη, έχει τις δικές της δυσκολίες, έτσι και το "ταξίδι" αυτό στη γη των προγόνων μας, διήρκησε 5 χρόνια και πήρε τη μορφή βιβλίου, με τον τίτλο "Ιχνηλατώντας τις ρίζες μας στο Καρς του Καυκάσου", αφιερωμένο σ’ όσους δεν πρόφτασαν να έρθουν στην Ελλάδα.
Σ’ όσους πέθαναν επάνω στα καράβια και πετάχτηκαν στη θάλασσα ή άφησαν τη στερνή πνοή τους στα απολυμαντήρια της Καλαμαριάς.
Τσιολ’ κι έρημον Καραπουρνούν
τριγύλ’ τριγύλ’ ταφία,
ανοίξτε και τερέστ’ ατά
όλα Καρσί παιδία»!
Περισσότερα για την ομιλίες της παρουσίασης του βιβλίου μπορείτε να δείτε στο ακόλουθο Link