Το βιβλίο «Χαλαμονή» του δρ Αντώνη Παυλίδη δεν είναι ένα ακόμη βιβλίο που αναφέρεται στη γενοκτονία και στον εκπατρισμό των Ελλήνων του Πόντου, αλλά μια πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη αφήγηση της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού, η οποία αγγίζει πέντε γενιές, όσοι άλλωστε είναι και οι πρωταγωνιστές της κάθε ενότητας του βιβλίου.

Μέσα από την παρουσίαση του βίου του καθένα διαγράφεται μια διαφορετική πτυχή του ποντιακού πολιτισμού και της ποντιακής ιστορίας, ανάλογα με τη χρονική περίοδο στην οποία βρισκόμαστε. Ο συγγραφέας συνταιριάζει αρμονικά τη δράση των προσώπων με τα ιστορικά γεγονότα της κάθε εποχής, δίνοντας παράλληλα το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο περιγράφεται η διαδρομή του ποντιακού λαού.

Χάρη στις πλούσιες και παραστατικές περιγραφές, ο αναγνώστης νιώθει να μεταφέρεται στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου και να αισθάνεται οικείο το εκάστοτε περιβάλλον. Ο συγγραφέας φροντίζει από νωρίς να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες στον αναγνώστη, έτσι ώστε ακόμη κι αν αυτός δεν γνωρίζει κρίσιμους σταθμούς της ποντιακής ιστορίας, να κατανοήσει το «πώς» και το «γιατί» οι Πόντιοι αποτελέσαν τους Ακρίτες του Ελληνισμού στην Ανατολή.

Έτσι, ο αναγνώστης μαθαίνει για τον βυζαντινό Πόντο και τον δούκα της Χαλδίας, Θεόδωρο Γαβρά, ο οποίος κατόπιν ανακηρύχτηκε άγιος και μάρτυρας, και την αναγκαστική μετακίνηση του χριστιανικού πληθυσμού στις δύσβατες και απόκρημνες οροσειρές του Πόντου, έπειτα από την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Αλλά και για τα μοναστήρια του Πόντου, την Παναγία Σουμελά, τον Άγιο Γεώργιο Περιστερεώτα και τον Άγιο Ιωάννη Βαζελώνα και τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξαν στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης για τη σωτηρία του χριστιανικού πληθυσμού.

BIBLIO.PAVLIDIS.ANTONHS.XALAMONH.LIBANHS 001

Ο συγγραφέας της «Χαλαμονής» με απαράμιλλη μαεστρία συνυφαίνει τόσο την ιστορία όσο και τον μύθο κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αδιάλειπτο. Τονίζει τη σημασία των μεταλλοφόρων κοιτασμάτων της Χαλδίας για την ανάπτυξη όχι μόνο του ποντιακού αλλά και του μικρασιατικού ελληνισμού γενικότερα και τη συνακόλουθη ώθηση που προκλήθηκε στην πολιτισμική, οικονομική κι εκπαιδευτική ζωή του τόπου. Το βιβλίο δίνει, επιπλέον, τη δυνατότητα στον αναγνώστη να μάθει και για τα ονομαστά Φροντιστήρια της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης, με έτος ίδρυσης το 1682 και το 1723.

Η «Χαλαμονή» ξεχωρίζει για έναν ακόμη λόγο: Αναδεικνύει με μοναδική ευαισθησία το ζήτημα των Κρυπτοχριστιανών, περιγράφοντας τις αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του ιδιότυπου φαινομένου και στις ιστορικές συγκυρίες που καθόρισαν την τύχη των Κρυπτοχριστιανών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη συνθήκη του Χάτι Χουμαγιούν (1856) και στα γεγονότα που σφράγισαν αυτή τη συνθήκη. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως δεν βρήκαν όλοι οι Κρυπτοχριστιανοί το θάρρος να φανερωθούν, ακόμη και στα τελευταία χρόνια πριν από την Ανταλλαγή των πληθυσμών.

Στη συνέχεια του βιβλίου μεταφερόμαστε χρονικά στον καιρό της «Χαλαμονής». Οι βίαιες εκτοπίσεις μέσα στον χειμώνα, οι πορείες θανάτου μέχρι το Ντιάρ Μπεκίρ, οι σφαγές, οι λεηλασίες, οι εμπρησμοί θα σταματήσουν βίαια την πρωτοφανή άνθηση του Ελληνισμού σ’ εκείνα τα μέρη. Κοινή είναι η μοίρα των Ποντίων με τους υπόλοιπους Μικρασιάτες Έλληνες, αλλά και με τους Αρμένιους και τους ορθόδοξους Ασσύριους.

Επειδή η Τουρκία είχε δεχθεί προηγουμένως παγκόσμια κατακραυγή για τη Γενοκτονία των Αρμενίων, η Ποντιακή Γενοκτονία ήταν πολύ καλά μεθοδευμένη, για να μην αφήνει ίχνη: ατέλειωτες πορείες θανάτου μέσα στο χιόνι χωρίς εφόδια, επιστράτευση των αντρών στα Αμελέ Ταμπουρού κάτω από αντίξοες συνθήκες εργασίας χωρίς σίτιση, έτσι ώστε η ερυθρά σφαγή να γίνει λευκή σφαγή.

Ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι ο μόνος που επιβιώνει από μια οικογένεια 18 ατόμων κι έρχεται στην Ελλάδα. Η ιστορία του Χρήστου φέρνει στον νου όλων όσοι έχουν προσφυγική καταγωγή οικείες προγονικές αφηγήσεις και βιώματα. Ακόμη, όμως, και αυτή η σκληρή πραγματικότητα δεν στέκεται ικανή να κλονίσει, αξίες όπως η παιδική φιλία, που ανέπτυξε ο Χρήστος με τον χωριανό του Ρετζάι και τον Αλή, αποδεικνύοντας πως οι ηθικές αξίες βαρύνουν πιο πολύ από τα εμπόδια της διαφορετικής εθνικότητας και της θρησκείας, παραμένοντας ακλόνητες στον χρόνο.

Ο συγγραφέας μας χαρίζει πλούσιες εικόνες της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης, καθώς και όψεις της εκπαίδευσης και του πολιτισμού των ομογενών που έχουν μείνει εκεί, καθώς ο ίδιος ήταν συντονιστής εκπαίδευσης εκεί για αρκετά χρόνια. Στις περιγραφές που κάνει αποδίδεται η ομορφιά της Βασιλεύουσας σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια και δίνονται στοιχεία για την αθρόα συρροή μουσουλμανικών μειονοτήτων, όπως είναι οι Αλεβήδες και οι Κούρδοι, οι οποίοι αντιμετωπίζονται από την επίσημη εξουσία ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Όπως προανέφερα, η «Χαλαμονή» δεν είναι μονοδιάστατη, γι’ αυτό και εξετάζει το ζήτημα της Ανταλλαγής των πληθυσμών, τόσο από την πλευρά των ορθόδοξων χριστιανών όσο και από την πλευρά των ελληνόφωνων Βαλαάδων που ως μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στην Κοζάνη και στα Γρεβενά και να εγκατασταθούν στην άγνωστη γι’ αυτούς Τουρκία. Τα συναισθήματα είναι κοινά και ο πόνος της εγκατάλειψης της πατρίδας και των προγονικών τάφων ανεξάρτητος από την εθνικότητα. Για όσους γνωρίζουν, οι ελληνόφωνοι Βαλαάδες χλευάστηκαν ως «ελληνόσποροι» στην Τουρκία και τα παιδιά τους έφαγαν ξύλο στα τουρκικά σχολεία, γιατί μιλούσαν ελληνικά.

Αποκορύφωση της «Χαλαμονής» είναι η συνάντηση των δύο αδελφών, του Χρήστου και του Δημήτρη-Χουσεΐν Μπέη. Ο Χρήστος, ψάχνοντας την πατρική οικία, θα συναντήσει τον αδελφό του, μουσουλμάνο πλέον και συνταγματάρχη του τουρκικού στρατού, Χουσεΐν Μπέη. Αρχικά, για να μην κινήσει υποψίες ο συνταγματάρχης θα φερθεί εχθρικά στον αδελφό του Χρήστο και θα τον διώξει. Η επιμονή του Χρήστου και η προσπάθειά του θα φέρει κοντά τα δύο αδέλφια, αλλά η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Χουσεΐν Μπέη, θα γίνει όταν ο Χρήστος επιστρέψει στην Αθήνα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χουσεΐν Μπέης «ανάθεμα σ’ αυτούς που βάζουν τα σύνορα στους ανθρώπους». Τα δύο αδέρφια πονούν, αλλά δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά λόγω της υψηλής θέσης του Χουσεΐν Μπέη στον τουρκικό στρατό. Ίσως αυτή τελικά να είναι και η σκληρή έκφανση της «Χαλαμονής».. Οι νεκροί δεν γυρνούν πίσω, αλλά το να αναγκάζεται κάποιος να ζει σαν ξένος με τον μοναδικό συγγενή που του έχει απομείνει ισοδυναμεί με καθημερινό θάνατο.

Η «Χαλαμονή», ωστόσο, κλείνει με ένα αισιόδοξο μήνυμα τονίζοντας πως κάθε αγώνας συνιστά δικαίωση στη μνήμη των νεκρών και πως ο άνθρωπος που αγωνίζεται δεν χάνει ποτέ, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα. Ο ιερότερος αγώνας είναι αυτός που γίνεται στη μνήμη των νεκρών, γιατί αυτοί δεν ζουν για να υπερασπιστούν την αλήθεια και το δίκαιο.

Συγχαίρω θερμά τον κ. Παυλίδη για το βιβλίο που έγραψε, το οποίο είναι μεστό μηνυμάτων και αντιμετωπίζει την ποντιακή ιστορία με ξεχωριστή ευαισθησία και σεβασμό. Τέτοιου είδους βιβλία είναι γέφυρες που ενώνουν το τότε με το τώρα κι εμπεδώνουν στερεά την ιστορική μνήμη. Ακόμη, προβάλλουν την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού στο ευρύ κοινό και σε μη Πόντιους αναγνώστες. Το χρέος στους προγόνους είναι ένα φορτίο που νιώθουμε ιδιαίτερα οι Πόντιοι και ο κ.Παυλίδης το εκπλήρωσε στο έπακρο με επιτυχία. Εύχομαι, αλλά είμαι και σίγουρη πως η «Χαλαμονή» θα βρει την ανταπόκριση που της αξίζει.

*Η Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου, είναι φιλόλογος – συγγραφέας, εκπαιδεύτρια ποντιακής διαλέκτου