Του Γιάννη Παρασκευόπουλου Δεύτερη γραφή: Ευστάθιος Ιωάν. Ταξίδης

Του Κώστα Νικολαΐδη, Μελίσσι Γιαννιτσών

Όταν διάβασα πριν από πέντε, περίπου, χρόνια το βιβλίο «Από την Τσιμερά του Πόντου στην Ελλάδα – Η ιστορία της Τσιμεράς και η διασπορά των κατοίκων της στον ελλαδικό χώρο», ένιωσα μια ιδιαίτερη χαρά, αλλά και αισιοδοξία, γιατί υπάρχουν άνθρωποι νέοι, πρόσφυγες τρίτης γενιάς, που ασχολούνται με ζήλο, επιμέλεια και πάθος για τη διάσωση και τη  ανάδειξη της ιστορίας του αλησμόνητων πατρίδων της Ανατολής, και εν προκειμένω  του Πόντου. Και η χαρά γίνεται συγκίνηση και ικανοποίηση για το άριστο αποτέλεσμα της συγγραφής. Ομολογώ ότι ζήλεψα τον Στάθη Ταξίδη. Πόσο θα θελα να είχα γράψει εγώ αυτό το βιβλίο!

 

Το 2013 ξεναγήθηκα από τον ίδιο τον συγγραφέα με τη βοήθεια του βιβλίου του: «Η Εκπαίδευση των Ελλήνων στον Πόντο», στις σχολικές αίθουσες, στα καθολικά των εκκλησιών και σε ταπεινά δωμάτια με χωμάτινα δάπεδα, όπου οι πρόγονοί μας μάθαιναν επί αιώνες τα βασικά και αργότερα τα εγκύκλια ελληνικά γράμματα, κάτω από εξαιρετικά δύσκολες και συχνά επικίνδυνες συνθήκες.

Και η συνέχεια. Το 2014 εκδίδεται το βιβλίο του: «Τι θα πούμε στον σύντροφο Στάλιν;», που αναφέρεται στη Διασπορά του Ελληνισμού του Πόντου, για το οποίο και η παρούσα κριτική.

Ο Στάθης Ταξίδης ανέλαβε να επωμιστεί ένα βαρύ πνευματικό φορτίο. Να αποτυπώσει στο χαρτί την εξομολόγηση ενός Πόντιου Έλληνα από την πρώην Σοβιετική Ένωση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται λόγω της ιδιαιτερότητας και της δυσκολίας του εγχειρήματος. Συνεντεύξεις επί συνεντεύξεων, διασκευή γραπτών σημειώσεων, προσθήκες και διαφοροποιήσεις για την καλλιέπεια αλλά και τη ανάδειξη του κύριου στόχου του έργου. Πρόκειται, θα μπορούσαμε να πούμε, για τη δημιουργία ενός παράγωγου συγγραφικού έργου, ενίοτε με εμβόλιμες παρεμβάσεις, πάντα όμως με την έγκριση και την απόλυτη εξουσιοδότηση του πρωτοδημιουργού, του διδάκτορα Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Άλμα Άτα, του Γιάννη Παρασκευόπουλου.

Ο Στάθης Ταξίδης ονομάζει, χαρακτηρίζει τη δική του συμμετοχή στη συγγραφή «Δεύτερη γραφή» (1), γιατί ενδόμυχα του γεννάται μια «γόνιμη ενοχή» και αμφιβολία για το είδος της βοήθειάς του προς τον Γιάννη Παρασκευόπουλο. Μετάφραση με διασταλτική του όρου έννοια; Διασκευή; Απόδοση στην κοινή νεοελληνική πρωτόλειων γραπτών και αναρχιτεκτόνητων στοχασμών; Είναι όλα αυτά, μαζί και η αγωνία του συγγραφέα, αφενός μεν να μην ξεφύγει από τα όρια της «εντολής», αφ’ ετέρου δε να δώσει στον αναγνώστη τον πραγματικό και όχι τον πιο γλυκό καρπό, κάτι που θα ήταν πολύ πιο εύκολο για έναν δάσκαλο που οικοδομεί εξαιρετικά τον έλληνα λόγο.

Στις 286 σελίδες του βιβλίου, μαζί με την ιστορία της οικογένειας του ήρωα με αφετηρία την Κερασούντα, σταθμούς το Σουχούμι και το Καζαχστάν και λυτρωτικό, αλλά με πολλά ακόμα μέχρι και σήμερα αγκάθια, τέρμα, την Μητροπολιτική Ελλάδα, μαθαίνουμε τα όσα υπέστησαν μετά το 1914 οι Πόντιοι που κατέφυγαν στην ομόδοξη Ρωσία, κυρίως για να σωθούν από τις διώξεις των Τούρκων, διώξεις που είχαν γενικευτεί με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να εξελιχτούν σε συστηματική γενοκτονία κατά το λυκόφως της Οθωμανικής Τουρκίας.

Το κύριο βάρος του έργου πέφτει στις σταλινικές διώξεις, τότε που πάρα πολλοί ομογενείς – και βέβαια όχι μόνον ομογενείς – φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή εκτελέστηκαν εντελώς αναίτια με την αστήριχτη κατηγορία ότι ήταν «εχθροί του λαού». Δεν θα αναφερθώ στα βάσανα, στις παντοειδείς κακουχίες και στις εξοντωτικές εξοικεσίες στα βάθη της σοβιετικής επικράτειας. Περιγράφονται διεξοδικά και εξόχως παραστατικά στις σελίδες του βιβλίου όπου δίνεται και η πλήρης εικόνα της καθημερινής ζωής των κατοίκων, αναλύεται κατά τρόπο αντικειμενικό η φιλοσοφία του καθεστώτος, τα συστήματα παιδείας και υγείας, οι αποκλεισμοί και οι ευκαιρίες ανέλιξης του ατόμου, μέσα σε ένα απόλυτα ελεγχόμενο από την κεντρική εξουσία περιβάλλον.

Εκτιμώ ότι είναι πιο ενδιαφέρον να επικεντρωθούμε στο θέμα της ταυτότητας, του αυτοπροσδιορισμού των ομογενών, στις ανησυχίες και στα οράματά τους, στη διαδικασία ενσωμάτωσής τους στον ελληνικό κορμό. Και όλα αυτά κάτω από τη ματιά του ήρωα του έργου ο οποίος δηλώνει: «Είμαι Ρωμιός, επειδή οι πρόγονοί μου ήταν Ρωμιοί, πολίτες της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας…», «Είμαι Έλληνας, γιατί έτσι νιώθω και αισθάνομαι…», «Είμαι Έλληνας γιατί τα ιδανικά της ελληνικής φυλής ενστάλαξαν μέσα μου οι γονείς μου…», «Είμαι Ελληνοπόντιος, διότι είμαι Έλληνας με καταγωγή από τον Πόντο». Ολοφάνερη η εσωτερική ανάγκη που έχει ο ήρωας να βροντοφωνάξει ότι είναι Έλληνας, Ρωμιός, Πόντιος. Ουσιαστικά αυτή η εμφατική διακήρυξη της ελληνικότητάς του, συνιστά μια απελευθέρωση από κάποια αόρατα δεσμά, μια ετεροχρονισμένη δήλωση εθνικής ταυτότητας, κάτι που προφανώς δεν μπορούσε να κάνει ενόσω ακόμα ζούσε στο Καζαχστάν της Σοβιετίας.

Φίλε αναγνώστη, μη λησμονήσεις να σταθείς στη σελίδα 159 του βιβλίου, να τη διαβάσεις μια και δυο και περισσότερες φορές. Τότε θα νιώσεις καλύτερα τον ψυχισμό του ήρωα και θα πεις και συ: «Φώναξε με όση δύναμη έχεις ότι είσαι Έλληνας – Τραντέλληνας, φώναξέ το για σένα και για τον πολυβασανισμένο πατέρα σου», που δεν βγήκε να διαδηλώσει την ελληνική του καταγωγή, αλλά ζήτησε να χαραχτεί πάνω στο πυριγενές πέτρωμα που θα τον σκέπαζε για πάντα στην αιώνια κατοικία του, εκεί στο μακρινό Καζαχστάν, το εξής επίγραμμα: «Διαβάτη ανακοίνωσε στους Έλληνες και στους άλλους λαούς ότι εδώ αναπαύομαι, δίπλα στον εγγονό μου, αγκαλιάζοντας το χώμα μιας ξένης γης».

Ο Ελληνοπόντιος ήρωάς μας και μετά την εγκατάστασή του στην Ελλλάδα πονάει και βασανίζεται ψυχικά για τα όσα υφίσταται αυτός, όπως και όλοι οι ομογενείς πρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Ενοχλείται, και δίκαια άλλωστε, όταν τους αποκαλούν Ρώσους ή Ρωσοπόντιους, όταν το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει τους τίτλους σπουδών και τα άλλα προσόντα τους, την προϋπηρεσία και τα όποια διαπιστευτήρια των ικανοτήτων τους. Όταν ενώ έχουν διάθεση προσφοράς και θέληση συμμετοχής στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, εμείς εδώ τους αντιμετωπίζουμε υποτιμητικά, έως και χλευαστικά, λόγω κυρίως του γλωσσικού τους ιδιώματος, της μη σωστής εν πάση περιπτώσει γνώσης της νεοελληνικής.

Στη Σοβιετική Ένωση πάλι, υπήρχαν περιπτώσεις, για να μην πούμε ότι κατά κανόνα αυτό συνέβαινε, που τους λογάριαζαν και τους φερόντουσαν σαν να ήταν πολίτες β΄ κατηγορίας. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που διαβάζουμε στην σελίδα 27: «Στο τέλος του 1937 γεννήθηκε ο αδελφός μου που βαφτίστηκε κρυφά και ονομάστηκε Χριστόφορος, αλλά όταν ο πατέρας μου πήγε στο Δημαρχείο, στα Μητρώα τον δήλωσε Βλαδίμηρο». Δικαιολογημένο το παράπονο γι αυτήν την αντιμετώπιση, μαρτύριο πραγματικό να μην σου αναγνωρίζουν το δικαίωμα να δηλώνεις την εθνική σου ταυτότητα ή να φοβάσαι να τη  ομολογήσεις για να μην έχεις μπερδέματα με τις αρχές.

Το βιβλίο αυτό υπάρχει χάρη στον Στάθη Ταξίδη. Αυτός παρακίνησε τον Γιάννη Παρασκευόπουλο να βγάλει τον πόνο του, να του εκμυστηρευτεί τα βιώματά του από την εκεί και την εδώ ζωή του, όσα είχαν καθίσει στο είναι του μέσω της συλλογικής μνήμης, γιατί διέκρινε ότι επρόκειτο για έναν σοβαρό, συγκροτημένο και ευαίσθητο άτομο. Πρώτα πρώτα κέρδισε την εμπιστοσύνη του και μετά όλα έγιναν πιο εύκολα. Πήρε τον Γιάννη Παρασκευόπουλο από το χέρι και τον οδήγησε στο πρεσβυτέριο της προφορικής παράδοσης και ιστορίας, όπου απελευθερωμένος και λυτρωμένος «εξαγουρεύτεν (εξομολογήθηκε) ‘ς σον δέσκαλον» και ιδού το αποτέλεσμα.

Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ένα πολύτιμο πνευματικό έργο, που στο εξής νομίζω ότι θα αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε ενδιαφερόμενο. Εύγε σε όλους τους συντελεστές της έκδοσης.