Πριν ξεκινήσω τη σημερινή ομιλία επιτρέψτε μου μια σύντομη παρέκβαση για να αναφερθώ στο πρόσωπο του μακαριστού μητροπολίτου Δράμας κυρού Παύλου, διότι σε καιρούς κρατικής και θεσμικής αβελτηρίας μεμονωμένα πρόσωπα προχωρούσαν τα πράγματα μπροστά και ο αείμνηστος άγιος Δράμας ήταν ένας απ’ αυτούς. Ας είναι αιωνία η μνήμη του.
Δεν ξέρω αν σήμερα εδώ και υπό τις παρούσες συνθήκες θα άξιζε να γίνει μια λεπτομερής αναφορά στα ιστορικά δεδομένα. Αυτά είναι εν πολλοίς γνωστά, έχουν καταγραφεί και η έρευνα εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα στοιχεία. Ούτε θεωρώ σκόπιμο να αναλωθούμε σε μια στείρα επετειακή αναφορά ψυχολογικής εκτόνωσης και αυτοδικαίωσης ότι και φέτος πράξαμε το καθήκον μας. Όσοι παρακολουθούν από κοντά αυτόν τον αγώνα τα τελευταία 30 χρόνια έχουν κουραστεί απ’ αυτόν τον ανούσιο, κενό περιεχομένου ξύλινο πολιτικό λόγο ή από την στείρα επιστημονική, τις περισσότερες φορές όχι και τόσο επιστημονική, επαναλαμβανόμενη αναφορά στα ιστορικά γεγονότα. Εκείνο που θεωρώ πως θα είχε μια αξία να σημειωθεί σήμερα είναι να υπομνηματισθεί η ανάγκη εξορθολογισμού της ερευνητικής διαδικασίας, της συλλογικής οργάνωσης και των επιδιώξεων της, του ακτιβισμού και του στρατηγικού πολιτικού σχεδιασμού για τη διαχείριση της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Γενοκτονίας. Γιατί ουσιαστικά για αυτό μιλάμε. Στεκόμαστε με αμηχανία και επιτρέψτε μου να πω κάπως αδέξια και επιπόλαια στο γεγονός αυτό και στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να το τιμούμε.
Είναι γεγονός πως το παρελθόν μας φωτογραφίζει το παρόν και το μέλλον μας και επηρεάζει καταλυτικά τη διάπλαση της ταυτότητας μας. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ο Νέος Ελληνισμός στις πολιτικές, πολιτισμικές, κοινωνικές, οικονομικές, οικιστικές του εκφάνσεις στιγματίστηκε και μετουσιώθηκε μέσα από τη Μικρασιατική Καταστροφή και το συνεπακόλουθο τραύμα. Ότι η απώλεια της πατρίδας για τους πρόσφυγες δεν διαμόρφωσε καταλυτικά τον ψυχισμό και την ταυτότητα όχι μόνο της πρώτης γενιάς αλλά ακόμη και των νεότερων αλλά και όσων θα έρθουν στο μέλλον; Η απώλεια της πατρίδας, ακόμη και αν δεν υπήρχαν οι τραυματικές εμπειρίες των σφαγών, των βιασμών και των κακουχιών των διωγμών, θα αρκούσε για να αποτυπωθεί μέσα στις γενιές βαθειά το ψυχικό τραύμα. Αυτή η βίαιη αποκοπή από τον τόπο, το παρελθόν, τα πολιτιστικά του μνημεία, τους τάφους των προγόνων, προκάλεσε ριζική αλλαγή και αποδιοργάνωση στην ψυχοσύνθεση. Προκάλεσε το Πολιτισμικό Τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Γενοκτονίας.
Συνεπώς οι κοινωνικοί δεσμοί, ο κοινωνικός του βίος και ο πολιτισμός του που αποκόπηκε από τον φυσικό γεωγραφικό του χώρο έπρεπε να αναδιαταχθεί και να ανανοηματοδοτηθεί στη νέα πατρίδα. Αυτό πραγματοποιήθηκε μέσα από την ίδια αντίληψη που είχαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και τον πολιτισμό τους, αλλά και όπως επηρεάστηκε η εικόνα για τον εαυτό τους από την κοινωνική πραγματικότητα και αλληλεπίδραση με τους άλλους πληθυσμούς μέσα στις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί. Πολύ σύντομα δημιουργήθηκαν τα προσφυγικά και ποντιακά σωματεία τα οποία προσπάθησαν να διαφυλάξουν αυτή την ξεριζωμένη ταυτότητα. Ιδιαίτερα μετά και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν άρχισε να κυριαρχεί η ανάδυση της μνήμης ως δημόσια κουλτούρα και μάλιστα η ανάδυση και εξάπλωση της τραυματικής μνήμης.
Το τέλος της αποικιοκρατίας, η ναζιστική φρίκη, η ίδια η φρίκη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τα εγκλήματα των διαφόρων δικτατοριών ανά τον κόσμο δημιούργησαν τις κατάλληλες εκείνες συνθήκες για την «ανθρωπολογική στροφή» στην ιστοριογραφία, την επιθυμία να γραφτεί η ιστορία των μικρών, των αδύναμων, των διαφορετικών, πέρα από τις μεγάλες κεντρικές αφηγήσεις. Η «ιστορία από τα κάτω» απαλλαγμένη από τις ιδεολογικές και πολιτικές προκαταλήψεις του παρελθόντος. Έτσι ξεκίνησαν και οι Έλληνες του Πόντου να καταγράφουν και να αναδεικνύουν την τραυματική μνήμη της Γενοκτονίας. Αρχικά μέσα από αυτοβιογραφικά κείμενα, μαρτυρίες, διηγήματα, μικρές τοπικές ιστορίες μέχρι που σήμερα διεξάγεται διεθνώς μια επιστημονική συζήτηση για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου ή συνολικά των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σημαντικότερο σταθμό την αναγνώριση των εγκλημάτων αυτών και τoν χαρακτηρισμό τους ως Γενοκτονίας από τη Διεθνή Ένωση των Ακαδημαϊκών για τις Γενοκτονίες (International Association of Genocide Scholars, IAGS) το 2007. «Εγώ θα πάω πίσω να φέρω τα σάβανα μου, γιατί τα ξέχασα.
Πέρα, όμως, από τα ιστοριογραφικά ερωτήματα, στο πεδίο της δημόσιας σφαίρας η ερώτηση που παραμένει είναι πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα μετατραυματικό μέλλον; Υπάρχει δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης χωρίς την αναγνώριση του συγκεκριμένου εγκλήματος; Μια αναγνώριση της Γενοκτονίας πώς θα μπορούσε να αναδιατάξει τις διμερείς σχέσεις και ποιες θα ήταν οι νομικές συνέπειες μιας τέτοιας αναγνώρισης; Στην ουσία το ερώτημα είναι τι επιλέγουμε, μίσος και έχθρα; με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον «Άλλο», -οι τυφλές επιθέσεις σε δημόσια πρόσωπα κατά τη διάρκεια των πορειών μνήμης δεν άμοιρα μιας τέτοιας επιλογής-, ή κριτική προσέγγιση και προσπάθεια συμφιλίωσης. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, για να μπορέσουν οι κοινωνίες να προχωρήσουν μαζί στο μέλλον εκείνο που πρυτανεύει είναι να συγχωρούμε, αλλά όχι άκριτα και ελαφρά τη καρδία. Ναι να συγχωρούμε για να μπορέσουν να προχωρήσουν οι νέες γενιές στο μέλλον αλλά να μην ξεχνάμε: “forgiving but not forgetting”. Οι συμβολικές επανορθώσεις φαίνεται να είναι το κλειδί για την διευθέτηση του ζητήματος. Αυτό προϋποθέτει όμως την αποδοχή της ευθύνης από τον θύτη, γεγονός σχεδόν αδύνατο να πράξει η σημερινή Τουρκία. Αυτός, όμως, είναι ο μόνος τρόπος για να επέλθει συμφιλίωση, η αλήθεια και η αναγνώριση. Μέχρι να συμβεί αυτό, οι επόμενες γενιές των θυμάτων θα οργανώνουν εκδηλώσεις όπως η σημερινή, θα δημιουργούν τοπόσημα μνήμης για να θυμούνται και να τιμούν τη μνήμη των νεκρών και θα αγωνίζονται για την αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Η Μικρασιατική Καταστροφή όμως και η Γενοκτονία ακριβώς επειδή αποτελούν κομβικά σημεία της ιδιοπροσωπίας και ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού χρίζουν ουσιαστικότερης διαχείρισης με κεντρική πολιτική ευθύνη που σήμερα δεν υπάρχει. Χρίζουν δηλαδή κριτικού αναστοχασμού και πολιτικού στρατηγικού σχεδιασμού. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η Τουρκία συνεχίζει και δεν θα πάψει να συνεχίζει τις προκλήσεις της. Ακόμη κι αν είχαμε έναν ειρηνικό γείτονα, θα οφείλαμε να πραγματευτούμε το ζήτημα με τη δέουσα σοβαρότητα.
Δηλαδή θα έπρεπε ήδη να είχαν δημιουργηθεί κρατικές Έδρες Ποντιακών και Μικρασιατικών, Ανατολικοθρακιωτικών Σπουδών, Κεντρικό Προσφυγικό Μουσείο, Μουσείο και Ερευνητικό Κέντρο Γενοκτονίας, Μέριμνα για την αναζήτηση και επιστροφή στην Ελλάδα των κλεμμένων προσφυγικών κειμηλιών και πολλά ακόμη που μια σοβαρή πολιτεία θα έθετε ως άμεση προτεραιότητα μετά την προσφυγική αποκατάσταση.
Το ζήτημα της Γενοκτονίας είναι διαχρονικό και αποτελεί πλέον ένα ιστορικό συστατικό της ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού. Τόσο διότι το τραυματικό αυτό γεγονός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ενσωμάτωσης των νέων πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1922, όσο και διότι οι μνημονικές αυτές τελετές διαδραματίζουν πια έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνική κατασκευή και το πολιτικό αφήγημα.
Είναι γεγονός πως οι ποντιακές οργανώσεις, με όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό έχουν ωριμάσει και αντιλαμβάνονται ότι για την επιτυχία του συγκεκριμένου σκοπού, της διεθνούς δηλαδή αναγνώρισης της Γενοκτονίας, χρειάζεται σύμπραξη ερευνητικών και ακτιβιστικών κέντρων, καθώς και πολιτική βούληση. Αυτή η τελευταία, η πολιτική βούληση και η κατανόηση ότι η ένταξη του ζητήματος στην ατζέντα των διμερών αλλά και διεθνών σχέσεων της Ελλάδας που συνιστά μια ανάγκη, θα δώσει ίσως στο μέλλον ουσιαστικότερα αποτελέσματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξαν τα τελευταία χρόνια θετικές εξελίξεις στον επιστημονικό τομέα καθώς με την δημιουργία της Έδρας Ποντιακών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 2017 και στη συνέχεια το 2019 του Κέντρου Ποντιακών Ερευνών δόθηκε η δυνατότητα να εντατικοποιηθεί η έρευνα γύρω από το ζήτημα και να αναπτυχθούν διάφορες διεθνείς συνεργασίες. Παράλληλα έχει ήδη συγκεντρωθεί σημαντικό αρχειακό υλικό και έχει δημιουργηθεί μια καλή βιβλιοθήκη διαθέσιμη στους φοιτητές, ερευνητές και ειδικούς επιστήμονες. Το γεγονός όμως ότι η συγκεκριμένη Έδρα δεν προήλθε από πολιτική βούληση, αλλά από ιδιωτική πρωτοβουλία, εκείνη του Ιβάν Σαββίδη, καθώς και το γεγονός ότι με τη συγκεκριμένη μορφή καθίσταται αδύνατη η υποστήριξη μεταπτυχιακών και διδακτορικών διατριβών δεν αίρει τον προβληματισμό για το μέλλον των συγκεκριμένων ερευνών. Μια κρατική πρωτοβουλία δημιουργίας αντίστοιχων εδρών, οι οποίες θα μπορούν να αναθέτουν και να αναλαμβάνουν την εποπτεία διδακτορικών διατριβών κρίνεται απαραίτητη και αναγκαία.
Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τόσο πολιτικά, όσο και επιστημονικά το ζήτημα έχει ωριμάσει σε σημαντικό βαθμό με συνέπεια να θεωρούμε ότι σύντομα στο μέλλον θα προκύψουν θετικά αποτελέσματα. Θυμίζω την παρουσία και τις δηλώσεις σε υψηλότατο επίπεδο και των δυο μεγάλων κομμάτων εξουσίας τα τελευταία χρόνια σε εκδηλώσεις και σχετικά συνέδρια. Αυτές οι κινήσεις ασφαλώς συνιστούν μια στροφή που όμως πρέπει να μετουσιωθούν σε απτά και χειροπιαστά αποτελέσματα. Άλλωστε στη διεθνή επιστημονική συζήτηση όλο και περισσότεροι ξένοι ακαδημαϊκοί και μέσα από την έρευνα σε ποικίλα αρχεία καταλήγουν ότι πράγματι αυτό που συνέβη μεταξύ 1914-1922 στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολίας συνιστά Γενοκτονία.
Ας είναι αιωνία η μνήμη των θυμάτων.
Ο Θεοδόσης Κυριακίδης, είναι δρ. Ιστορίας, Επιστημονικός Συνεργάτης, της Έδρας Ποντιακών Σπουδών. Το κείμενο αποτελεί την κεντρική ομιλία στην εκδήλωση μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, που έγινε από την ΠΟΠΣ, το μεσημέρι της Πέμπτης 19 Μαΐου 2022, στην πλατεία Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη