Παρύσατις Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου
Αρχιτέκτων - Πολεοδόμος
Ομότιμη Καθηγήτρια ΑΠΘ
Ναγκόρνο Καραμπάχ. Πρόκειται για το ορεινό Καραμπάχ, αποκαλούμενο ως «Αρτσάκ» από τους Αρμένιους. Το όνομα παραπέμπει σε ορεινό τμήμα της περιοχής του Καυκάσου. Η εδαφικά μικρή αυτή περιοχή είναι γνωστή από την πλούσια προϊστορία και ιστορία της, τους θρύλους της, ευνοημένη από τον πλούτο εδάφους και υπεδάφους της. Η περιοχή του Καυκάσου, γενικά, μεγίστου κάλλους, συνέδεσε το όνομά της με μεγάλους ανθρώπους τέχνης (μουσικής, ποίησης, ζωγραφικής, κ.ά.) που κατοίκησαν στα εδάφη της και άντλησαν τις εμπνεύσεις τους από τον ελεύθερο πνευματικό αέρα αυτού του ορεινού και δασώδους παραδείσου.
Είναι γνωστό ότι το Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι η κοιτίδα του Αρμενικού πολιτισμού. Και είναι πολλά τα στοιχεία πολιτισμού που αναδεικνύουν την ταυτότητα του τόπου, εκεί όπου πρωτολειτούργησαν μοναστήρια και σχολεία. Η ιστορία του Αρτσάκ εκτείνεται σε πάνω από δύο χιλιετίες, κατά την διάρκεια των οποίων βρέθηκε υπό τον έλεγχο πολλών αυτοκρατοριών. Η μεγάλη περιπέτεια της ψευδούς αποταυτοποίησής του άρχισε ουσιαστικά μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς αρχικά να διαφαίνεται η διασύνδεση του προβλήματος με εθνοτικό παράγοντα, διότι στην ουσία το ζήτημα οριοθέτησης εδαφών έλαβε χαρακτήρα προβλήματος μετά την επανάσταση του 1917 στην Ρωσία.
Η παρούσα διαμάχη έχει τις ρίζες της στα γεγονότα που ακολούθησαν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο πριν τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ρωσική Αυτοκρατορία κατέρρευσε, τον Νοέμβριο του 1917, και πέρασε στον έλεγχο τον Μπολσεβίκων. Στα τέλη του 1917, η 11η Σοβιετική Στρατιά εισέβαλε στον Καύκασο και, μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα, οι δημοκρατίες του Καυκάσου, μέσω συνένωσής τους, δημιούργησαν την Υπερκαυκασιανή Ομοσπονδία της Σοβιετικής Ένωσης (μια βραχύβια Ομοσπονδία).
Το 1919 οι Μπολσεβίκοι προχώρησαν στην δημιουργία επταμελούς επιτροπής, του Γραφείου του Καυκάσου. Υπό την εποπτεία του Λαϊκού Κομισάριου για τις εθνότητες, του μελλοντικού σοβιετικού ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν (με καταγωγή από τον Καύκασο), το Γραφείο του Καυκάσου ανέλαβε να επιλύσει όλα τα θέματα και τις συγκρούσεις στον Καύκασο. Σαν λύση, φάνηκε, τότε, η επιλογή του τύπου της Ομοσπονδίας σε μια περιοχή πολλών εθνοτήτων, θρησκειών και γλωσσών, επομένως περιοχή πολυπολιτισμική.
Οι τρεις (με κριτήριο τις εγκαταστάσεις πληθυσμών) βασικές εθνότητες του Καυκάσου, οι Αρμένιοι, οι Αζέροι και οι Γεωργιανοί, οι οποίοι πριν βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ρώσων, ανακήρυξαν τον σχηματισμό της Ομοσπονδίας της Υπερκαυκασίας, η οποία διαλύθηκε ύστερα από μόλις τρεις μήνες. Υπήρχαν σοβαρές διαμάχες, λόγω των πολιτισμικών διαφορών, οι οποίες εντάθηκαν περισσότερο από τις εθνοτικές διαφορές της πλειοψηφίας, που την αποτελούσαν οι Χριστιανοί Αρμένιοι, και της μειοψηφίας, που την αποτελούσαν οι Μουσουλμάνοι Αζέροι. Ασφαλώς, ο παράγοντας της θρησκείας πάντα αποτελούσε κριτήριο για ομαλή συμβίωση/συνύπαρξη. Ωστόσο, στα πλαίσια της νέας πραγματικότητας μετά την επανάσταση, δεν ήταν δυνατό να εκτιμηθεί επαρκώς, με δεδομένη την πολεμική του νέου συστήματος απέναντι στον θρησκευτικό παράγοντα.
Τον Ιούλιο του 1921, η υπό τον Στάλιν επιτροπή αποφάσισε να εντάξει την περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αρμενίας/ΣΣΔΑ (η ΣΣΔΑ ήταν μία από τις δώδεκα Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες που συγκρότησαν την ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1922- ο τελικός αριθμός των Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ ήταν 15), αλλά μια μέρα αργότερα ανακάλεσε την απόφασή της και ψήφισε υπέρ της προγενέστερης κατάστασης, της παραμονής της περιοχής στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν (μία από τις δώδεκα Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, ως μέλος της Υπερκαυκασιανής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας/ΥΣΟΣΣ, που συγκρότησαν την ΕΣΣΔ).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Αζερμπαϊτζάν μέχρι τον Δεκέμβριο του 1936 ήταν μέλος της ΥΣΟΣΣ μαζί με την Αρμενική ΣΣΔ και την Γεωργιανή ΣΣΔ. Στις 29 Νοεμβρίου 1990, η Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν μετονομάστηκε σε Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν, αποκτώντας το 1991 την ανεξαρτησία της. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Αρμενία τον Αύγουστο του 1990 μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Αρμενίας αλλά παρέμεινε μέρος της ΕΣΣΔ μέχρι την επίσημη ανεξαρτητοποίησή της την 21η Σεπτεμβρίου 1991. Οι σημειώσεις αυτές είναι αναγκαίες για την κατανόηση της ιδιαιτερότητας του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της πολιτικής του υπόστασης, με σοβαρές, μέχρι τραγικές, συνέπειες στον πληθυσμό του (σήμερα οι μισοί από τους περίπου 120.000 Αρμένιους έχουν ήδη εγκαταλείψει την πατρίδα τους).
Το 1923 το Ναγκόρνο-Καραμπάχ αποτέλεσε Αυτόνομη Περιφέρεια του Αζερμπαϊτζάν, με ποσοστό Αρμενίων περίπου 95% στο σύνολο του πληθυσμού. Ασφαλώς, η οικονομική εξάρτηση της περιοχής από το Αζερμπαϊτζάν έπαιξε ρόλο στην προσάρτησή του στην Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Η αρχική πρωτεύουσα Σουσά μετακινήθηκε βορειοανατολικά (προς Αζερμπαϊτζάν) στην πόλη Χανκεντί, η οποία μετονομάσθηκε σε Στεπανακέρτ.
Γίνεται σαφές ότι τα εδαφικά-εθνοτικά ζητήματα χρησιμοποιούνται για διευθέτηση κρατικών διαφορών για εξυπηρέτηση συμφερόντων, στην προκειμένη περίπτωση κυρίως Αγγλικών. Η Αγγλία πάντα ενδιαφερόταν για την περιοχή του Καυκάσου, η επίλυση δε, μέσω καταστροφής, αλλά και προσφυγοποίησης των Χριστιανών της Μ. Ασίας, άνοιξε τον δρόμο για περαιτέρω εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Και ως γνωστόν, οι περισσότερες επιλογές και δράσεις της ήσαν υπό σκιά, ενώ υπήρχαν άλλοι παράγοντες, άλλα πρόσωπα, που επωμίζονταν την ευθύνη των πρωτοβουλιών της.
Στην περίπτωση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, με τα πέρα-δώθε εδάφους και πληθυσμού, επικράτησε η αρχή του «διαίρει και βασίλευε» από τους Σοβιετικούς. Έχει διατυπωθεί η άποψη από πολλές πλευρές ότι η αρχή αυτή ήταν και χειρονομία καλής θέλησης της σοβιετικής κυβέρνησης προς τον Μουσταφά Κεμάλ, προκειμένου να στεριώσουν καλές σχέσεις. Και αυτό, διότι η Τουρκία, στα πλαίσια του Τουρανισμού (το ισχυρό «πιστεύω» του Μουσταφά Κεμάλ), δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τις περιοχές της Ανατολής και την ενδεχόμενη διασύνδεση με αυτές, όπως είναι το Αζερμπαϊτζάν (επομένως, πρόκειται για έναν παράγοντα διασύνδεσης, ή προσέγγισης, του Ερντογάν με τις αρχές του Κεμάλ, και ας φαίνεται ως γεγονός παράδοξο). Τούρκοι και Αζέροι αποτελούν μια φυλή και δύο κράτη, παρά τιςσοβαρές θρησκευτικές διαφορές τους: οι Τούρκοι είναι Σουνίτες, οι Αζέροι είναι Σιίτες.
Οι μεγάλης κλίμακας μάχες μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Ναγκόρνο-Καραμπάχ ξέσπασαν στα τέλη του χειμώνα του 1992. Η διεθνής διαμεσολάβηση από διάφορες ομάδες, συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη/ΟΑΣΕ, δεν επέφερε ένα τελικό ψήφισμα με το οποίο θα μπορούσαν να συνεργαστούν και οι δύο πλευρές. Την άνοιξη του 1993, αρμενικές δυνάμεις κατέλαβαν περιοχές εκτός του ίδιου του θύλακα, προκαλώντας την συμμετοχή άλλων χωρών στην περιοχή. Μέχρι το τέλος του πολέμου το 1994, οι Αρμένιοι είχαν αποκτήσει τον έλεγχο του εδάφους με ελάχιστες εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων έναν ορεινό διάδρομο, ουσιαστικά ένα πέρασμα διασύνδεσης του Ναγκόρνο-Καραμπάχ με την ηπειρωτική Αρμενία. Το 1994, ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν με τη μεσολάβηση της Ομάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ δεν οδήγησαν σε ειρηνευτική συνθήκη. Έτσι, ενώ το Ναγκόρνο-Καραμπάχ παραμένει Δημοκρατία ανεξάρτητη, δεν έχει αναγνωρισθεί από κανένα κράτος, παρά το γεγονός ότι η Αρμενία ελέγχει περίπου ποσοστό 10% των εδαφών του Αζερμπαϊτζάν εκτός χώρας. Αποτέλεσμα συγκρούσεων και πολέμου είναι οι εκτοπισμοί μεγάλου αριθμού Αρμενίων από το Αζερμπαϊτζάν και μεγαλύτερου αριθμού Αζέρων από την Αρμενία. Πρόκειται για ανταλλαγή πληθυσμών, όχι με ακρίβεια μετρήσιμων, λόγω της αστάθειας που προϋπήρχε στην περιοχή.
Το δυσάρεστο είναι ότι στα πλαίσια της διεκδίκησης του Ναγκόρνο-Καραμπάχ από δύο πλευρές, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, δεν φάνηκε η Κυβέρνηση της Αρμενίας, μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνονται στην ευρύτερη περιοχή, να είναι διατεθειμένη να δώσει διπλωματικές μάχες, όταν ήδη δήλωσε ότι θα βοηθήσει τους πρόσφυγες που θα καταφύγουν στην Αρμενία. Έγινε ήδη γνωστό (γνωστοποίηση τελεσίδικης απόφασης στις 27.9.2023) ότι η διεκδίκηση λήγει οριστικά από τον Ιανουάριο του 2024. Όπως ανακοινώθηκε επίσημα, δόθηκε εντολή για απόσυρση/διάλυση φορέων και οργάνων των Αρμενίων του Αρτσάκ, απόφαση που ταυτίζεται με εκδίωξη του πληθυσμού από τις προαιώνιες εστίες του.
Τα γεγονότα αυτά παραπέμπουν στην ιστορία των Ελλήνων (και όχι μόνο) της Ανατολής. Και οπωσδήποτε έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο, όταν το τέλος(;) της ιστορικής παρουσίας των αυτόχθονων Αρμενίων του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στα εφάφη τους συμπίπτει με την τραγική επέτειο των 100 χρόνων από το τέλος(;) της ιστορικής παρουσίας των αυτόχθονων Ελλήνων στην γη της Ανατολής. (Η έννοια της λέξης «τέλος» δεν σημαίνει τίποτε παραπάνω από την αναγωγή στις σύγχρονες εκφράσεις της ιστορίας. Η ιστορία αναζητά το μέλλον, ταυτιζόμενη με το παρελθόν και το παρόν. Διαφορετικά είναι άδεια, νεκρή, κάτι αδιανόητο, με το δεδομένο ότι ο άνθρωπος είναι και παραμένει ζωντανός)
Ίσως η παγκοσμιοποίηση, την οποία οι κεφαλαιοκράτες προωθούν βιαίως, να φαίνεται ότι επιβάλλει την παρουσία οργάνων δια της βίας, θανάτου και τρομοκρατίας, κυνηγώντας θύλακες πηγαίου πολιτισμού, επομένως πηγαίων και όχι επίκτητων αντιστάσεων. Φοβάται την ισχύ του πηγαίου πολιτισμού, γι αυτό και ο άνθρωπος που τον φέρει πρέπει να εξαφανισθεί. Ενδεχομένως, η περιοχή αυτή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ ως πηγή πολιτισμού θα πρέπει, σύμφωνα με τις επιλογές των ισχυρών, να αλλάξει, να περάσει σε άλλους φορείς, το πιθανότερο στο ΝΑΤΟ, το οποίο, αν και προϊόν Δύσης, στοχεύει στην Ανατολή.
Δυστυχώς δεν ακούγονται φωνές υπέρ των Αρμενίων του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Πνίγηκαν μέσα στην δίνη των διαφόρων αποχρώσεων τσουνάμι της μαύρης εποχής που παγκοσμίως διανύει η ανθρωπότητα (ίσως η τέως ανθρωπότητα, αν δεν ξυπνήσει σύντομα ο πληττόμενος ανθρωπισμός).
Πού βρίσκονται όλοι εκείνοι οι λαλίστατοι εδώ και έναν χρόνο άνθρωποι, που κλαίνε με «γιορτές και πανηγύρια» στην Ελλάδα την μοίρα των Χριστιανών της Ανατολής; Η εσωστρέφεια έχει εξαϋλώσει την μνήμη για τις πραγματικές πατρίδες της Ανατολής. Μήπως και αυτές οι πατρίδες «κείνται μακράν»;