Σαν βόμβα έπεσε στα αυτιά μου η είδηση ότι η Άρτεμις έφυγε! Απρόσμενο και βαρύ. Πρωτίστως γιατί είχε πολλά πράγματα να προσφέρει ακόμα και γιατί υπήρξε πρωτοπόρος σ’ αυτά που είχε επιλέξει στο χώρο του ελληνικού πανεπιστημίου.

Η ακαδημαϊκή της πορεία ξεκίνησε με τη μελέτη της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας. Και έτσι καθιερώθηκε ως η κορυφαία ιστορικός της κοινότητας αυτής. Η διατριβή της: «Η ελληνική κοινότητα της Βενετίας (1797-1866): διοικητική και οικονομική οργάνωση, εκπαιδευτική και πολιτική δραστηριότητα» (δημοσιεύτηκε το 1978 στην Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής-Α.Π.Θ. Παράρτημα 19), παραμένει έως σήμερα η κύρια πηγή για όσους μελετούν τη την κοινότητα αυτή. Ως αποτέλεσμα των μελετών αυτής της περιόδου μπορούμε να θεωρήσουμε την έκδοση «Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και οι Βενετοί 1777-1779. Τα τελευταία χρόνια της δράσης του και το πρόβλημα των διδαχών» που εκδόθηκε το 1984 από της εκδ. Πουρναρά.

Στη συνέχεια, ως καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έδειξε τον εξαιρετικό προοδευτικό χαρακτήρα και το δημοκρατικό της ήθος, διδάσκοντας στους νέους φοιτητές τις μεθόδους και μεταφέροντας τις εμπειρίες της χωρίς την παραμικρή απόσταση και υπεροψία. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν κόσμος γύρω από την Ελλάδα μπήκε στην περιδίνηση που επέφερε η σοβιετική και η γιουγκολαβική κατάρρευση και άνοιξε για άλλη μια φορά τον εθνικιστικό ασκό του Αιόλου -φέρνοντας στην επιφάνεια εφιάλτες του παρελθόντος (Μακεδονικό) αλλά και προκαλώντας πολέμους και τραγωδίες (προσφυγικό, ‘‘παλιννοστούντες’’)- η Άρτεμις ήταν από τους πρώτους στον πανεπιστημιακό χώρο που κατανόησε την «ιστορία που επιστρέφει». Σε μια εποχή, που στην όχι και τόσο φιλόξενη «πόλη των προσφύγων», άρχισαν να έρχονται ως ικέτες χιλιάδες ομογενείς από την καταρρεύσασα Σοβιετική Ένωση και από τις εστίες πολέμου του Καυκάσου, η Άρτεμις ήξερε ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τα τελευταία συντρίμμια της Μικρασιατικής Καταστροφής, που κατέφθαναν στην ύστατη πατρίδα μετά από μια Οδύσσεια ενός αιώνα.

Και όλη αυτή την αίσθηση και τη θεώρηση τη μετουσίωσε σε επιστημονική δράση. Έως εκείνη τη στιγμή το ελληνικό πανεπιστήμιο ήταν μάλλον αδιάφορο σε θέματα που σχετίζονταν με την απωθημένη μικρασιατική και ποντιακή τραγωδία και πολύ περισσότερο με την σημαντική ιστορία των ελληνικών κοινοτήτων στην ΕΣΣΔ. Και αυτό είναι παράδοξο ως ιστορικό φαινόμενο. Το πως δηλαδή το ελληνικό πανεπιστήμιο είχε για δεκαετίες ολόκληρες για όλα αυτά τα θέματα -και δη οι σχολές Ιστορίας- μια συμπεριφορά οργανικού διανοούμενου μιας εξουσίας, που έτσι κι αλλιώς από την επαύριο του 1922 ήθελε να εξοβελίσει από τη μνήμη της τη μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστησαν οι Έλληνες στον πρόσφατο ιστορικό τους βίο.

Με πρωτοβουλία της Άρτεμης ξεκίνησε η ερευνητική στροφή του τμήματός της σε ζητήματα Πόντου, Μικράς Ασίας, ελληνικών σοβιετικών κοινοτήτων. Προσπάθειες έως τότε για τα ζητήματα του Πόντου είχαν γίνει από τον Κωνσταντίνο Φωτιάδη στη Φλώρινα (πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας), και όσον αφορά τον ελληνισμό της ΕΣΣΔ υπήρχε η πρωτοποριακή μελέτη του Απόστολου Καρπόζηλου (πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) για τον ελληνισμό της Μαριούπολης. Και ο μόνος χώρος που ενδιαφερόταν και φιλοξενούσε έως τότε αυτές τις ερευνητικές πρωτοβουλίες η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών (ΕΠΜ) που έδρευε στην Αθήνα.

Η Άρτεμις Ξανθοπούλου λοιπόν δημιούργησε στο τμήμα της τον διδακτικό χώρο για τα ζητήματα αυτά και δρομολόγησε την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών. Είχα την τύχη, η πρώτη σχετική μ’ όλα αυτά διδακτορική διατριβή που ανέλαβε (μαζί με Χασιώτη-Μουρέλο) να είναι η δική μου (1990-1996) για την ελληνική σοβιετική εφημερίδα «Κόκκινος Καπνάς» (Κόκκινος Καπνεργάτης). Μια πολύ σημαντική ελληνική καθεστωτική εφημερίδα, που εκδιδόταν στο Σοχούμι του Καυκάσου κατά το Μεσοπόλεμο και ειδικά τη δεκαετία του ΄30. Παρότι η επιστημονική μου προέλευση ήταν εκ των μαθηματικών (ΦΜΣ-ΕΚΠΑ) και των Η/Υ, εν τούτοις κατανόησε τη σημασία της συγκεκριμένης μελέτης. Είχα την τύχη να έχω περιπλανηθεί στο χώρο των ελληνικών σοβιετικών κοινοτήτων έως τα σοβιετο-κινέζικα σύνορα δύο χρόνια πριν την σοβιετική κατάρρευση. Είχα επίσης τη δυνατότητα να μπω και να δουλέψω σε περίκλειστα σοβιετικά αρχεία με τη βοήθεια ντόπιων Ελλήνων επιστημόνων και να εντοπίσω (παρανόμως εννοείται) όγκο ντοκουμέντων που αφορούσαν μια συγκλονιστική ελληνική παρουσία κατά το Μεσοπόλεμο, πριν τα κάψει όλα η έρημος των σταλινικών διώξεων (1937-38). Η Άρτεμις κατανόησε τη σημασία που είχε να αρχίσει μια πρώιμη ερευνητική δουλειά για όλα αυτά και με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να επιβάλλει την άποψή της, ξεπερνώντας τον εύλογο συντηρητισμό των παλιών ιστορικών.

Παράλληλα ξεκίνησε και η ίδια την προσπάθεια, αφενός να εμβαθύνει στη μελέτη του Πόντου και αφετέρου να διοργανώσει επιστημονικά δίκτυα με ιστορικούς από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ όπου κατοικούσαν Έλληνες. Από αυτή τη στροφή προέκυψε μια σημαντική μελέτη με τίτλο «Αλληλογραφία του ελληνικού υποπροξενείου της Τραπεζούντας 1839-1858» (έκδ. ΕΠΜ, 1995) καθώς και το κοινό ογκώδες έργο με μένα και το Γιάννη Χασιώτη, που είναι και η πρώτη συνολική ιστορία του παρευξείνιου ελληνισμού, με τίτλο: «Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Μετοικεσίες και εκτοπισμοί. Οργάνωση και ιδεολογία.» kδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1997). Παράλληλα η Άρτεμις συμμετείχε σε μια σειρά από συλλογικά έργα με πρωτότυπες μελέτες της. Αναζητώντας στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ βρήκαμε δύο αναρτημένα κείμενά της από παρεμβάσεις σε συνέδρια: «Οι Σέρρες και η περιοχή τους από την Οθωμανική κατάκτηση μέχρι τη σύγχρονη εποχή» [Σέρρες, 2006] και «Προσεγγίσεις στην Ιστορία του Πόντου» [Δράμα, 2008].

Οι προσπάθειες για τη δημιουργία δικτύων με επιστήμονες από τις χώρες της τ. ΕΣΣΔ αρχίζουν τα πρώτα χρόνια μετά τη σοβιετική κατάρρευση. Έχοντας πάντα αφανή υποστηρικτή τον σύζυγό της, τον Νίκο Κυριακού, μηχανικό που επόπτευσε κατά την περίοδο 1994-96 ένα μέρος των ευρωπαϊκών προσπαθειών για την ανθρωπιστική ενίσχυση της Γεωργίας, κατάφερε να μεταβεί σε έναν πολύ δύσκολο χώρο που ακόμα δεν είχε συνέλθει από τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κατάρρευσης, ούτε από τον σκληρό εμφύλιο πόλεμο της Αμπχαζίας. Έτσι δημιούργησε τις πρώτες επιστημονικές σχέσεις. Δούλεψε και η ίδια στο Ιστορικό Αρχείο του Βατούμι και έφερε πίσω σημαντικά ντοκουμέντα από την ελληνική μεσοπολεμική παρουσία.

Δραστηριοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Ιάσων» της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ για τον ελληνισμό της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Το πρόγραμμα αυτό συστάθηκε το 1994 και είχε ως στόχο την ίδρυση ή την πρακτική ενίσχυση πυρήνων ελληνικών σπουδών σε 16 πανεπιστήμια στη Ρωσία, στην Ουκρανία και στη Γεωργία. Σε όλες αυτές τις προσπάθειες η Άρτεμις προσπάθησε και τα κατάφερε να αξιοποιήσει παράλληλα και «παλιννοστούντες» επιστήμονες, Συνέβαλε προσωπικά κατά πολύ στη συγκρότηση του αρχείου του Κέντρου Μαύρης Θάλασσας με πολύτιμα αρχειακά ντοκουμέντα από τον Καύκασο, τη Ρωσία, την Ουκρανία. Το Κέντρο αυτό είχε ιδρυθεί εκείνη την περίοδο στο πλαίσιο της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης. Σήμερα το αρχείο του έχει δοθεί στο ΑΠΘ.

Καθοριστική επίσης ήταν η συμβολή της στη συλλογή προφορικών μαρτυριών του πολύ σημαντικού ιδρύματος που διαθέτει η Θεσσαλονίκη με την επωνυμία Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ). Το Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών του ΙΑΠΕ σύμφωνα με την εκτίμησή μου είναι το δεύτερο σημαντικότερο που διαθέτουμε μετά από αυτό του ΚΜΣ.

Η Άρτεμις έως το τέλος της ζωής της ήταν στο πλευρό όσων ζητούσαν την συμβουλή της ή τη βοήθειά της για τα θέματα αυτά, που τόσο καλά γνώριζε. Αναγνωρίζοντας αυτή τη σημαντική της συμβολή, οι διδάκτορες που παρακολούθησε κατά την ακαδημαϊκή της πορεία της αφιέρωσαν έναν τόμο με τίτλο «Ελλήνων δρόμοι» με αφορμή τη συνταξιοδότησή της. Ο τόμος που περιείχε 12 κείμενα ιστορικών, μαθητών της Άρτεμης, κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις Επίκεντρο της Θεσσαλονίκης.

Όπως αναφέρουν οι επιμελητές της έκδοσης: «Η ιστορία του μείζονος ελληνισμού μετά την Άλωση δεν περιορίζεται σα στενά όρια του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Οι Έλληνες παραδοσιακά ήταν διασπαρμένοι σε μια σειρά από ανθηρές εστίες στη Μικρά Ασία, τον Πόντο, τη Νότια Ρωσία, το σύνολο της βαλκανικής Χερσονήσου, την ιταλική Χερσόνησο, την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Ως φοιτητές του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχαμε την τύχη να περιπλανηθούμε στις παραπάνω εστίες του ελληνισμού γνωρίζοντας την ιστορία και τη διαδρομή τους. Οδηγός σε κείνα τα ανεκτίμητα νοερά ταξίδια μας στάθηκε η καθηγήτρια Άρτεμις Ξανθοπούλου – Κυριακού. Εμείς οι μαθητές καταθέτουμε σε αυτόν τον τόμο, την ερευνητική συμβολή μας ως ένα ελάχιστο ευχαριστώ στην εξαιρετική καθηγήτρια, σε έναν σπάνιο άνθρωπο που ευτυχήσαμε να γνωρίσουμε στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα».

Θα είναι αιώνια η μνήμη της..