ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

Από την πρώτη γενιά των διανοούμενων Ποντίων, των οποίων η εγκύκλια μόρφωση, ήταν ιδιαιτέρως υψηλή, είχαν καταγραφεί με λεπτομέρεια τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στον Πόντο από την εποχή που η νεοτουρκική εξουσία άρχισε να εφαρμόζει τα σχέδιά της. Από τα πρώτα χρόνια της υποχρεωτικής εγκατάστασης στο βαλκανικό Νότο, οι πρόσφυγες οργανώνουν συστηματικές εκδηλώσεις Μνήμης για τα θύματα των διώξεων. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία που εκφώνησε ο Γιώργος Μαυρομματόπουλος το 1925, στο μνημόσυνο που έγινε στη Νεάπολη της Κοζάνης, «υπέρ των σφαγιασθέντων Ποντίων εν Τουρκία», ενώ από το 1925 ο Γεώργιος Βαλαβάνης μεταφέρει στους “Πόντιους επιγόνους”, την ευχή για ιστορική δικαίωση. Οι διασωθέντες θα οργανώσουν τους συλλόγους τους, στα καταστατικά των οποίων αποτυπώνεται η ιστορική προέλευση και εμπειρία. Τις παραμονές της δικτατορίας θα εμφανιστεί ένα δυναμικό κίνημα ιστορικής Μνήμης στη Θεσσαλονίκη.

 

Με την κατάρρευση της Χούντας ξεκίνησε η αποδόμηση συγκεκριμένων στερεοτύπων, που είχαν διαμορφωθεί καθ’ όλη την περίοδο που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η Μεταπολίτευση και η ανάδυση της κοινωνίας των πολιτών θα επιτρέψει τη «δημόσια εμφάνιση» αυτού του τραύματος με τη μορφή ενός διεκδικητικού κινήματος. Για πρώτη φορά από το ΄22, το Τραύμα της καταστροφής διαμόρφωσε ένα κίνημα αμφισβήτησης και κατέθεσε πολιτικές προτάσεις. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του αυτόνομου και ακηδεμόνευτου σε πρώτη φάση κινήματος ήταν η πολυμορφία και η διαμόρφωση των ενδοπροσφυγικών σχέσεων με βάση τις αντιλήψεις των πρωταγωνιστών. Εφόσον η ανασύσταση του παρελθόντος διαμορφωνόταν από τις παρούσες συνθήκες, η επιλογή των βασικών στοιχείων της ανασύστασης καθοριζόταν από τις πολιτικές και ιδεολογικές θεωρήσεις των δυνάμεων εκείνων που προωθούσαν τη ριζοσπαστικοποίηση. Θα εμφανιστεί η ποικιλία των απόψεων που ενυπήρχαν στον προσφυγικό χώρο, αλλά και των διαφορετικών προσλήψεων των ιστορικών γεγονότων, που σχετίζονταν με τις διαφορετικές εντάξεις. Σε αρκετές περιπτώσεις οι σχέσεις αυτές έλαβαν συγκρουσιακές μορφές, τόσο ανάμεσα στην επιμέρους προσφυγική κοινότητα, όσο και μεταξύ των προσφυγικών υποομάδων.

Ο οργανωμένος ποντιακός χώρος αντέδρασε αρχικά έντονα στις νέες αυτές προσεγγίσεις. Η άποψη των δεξιών Ποντίων, ως απόρροια της γενικής αντίληψης της Δεξιάς, ήταν ότι δεν έπρεπε να τεθεί ζήτημα γενοκτονίας. Κορυφαία στελέχη  αμφισβήτησαν το ίδιο το ιστορικό γεγονός.  Οι μεγάλες παραδοσιακές οργανώσεις των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, όπως η Παναγία Σουμελά και η Εύξεινος Λέσχη, αλλά και στην Αθήνα, όπως  οι Αργοναύτες - Κομνηνοί και η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, ήταν αρχικά αρνητικές, φοβούμενες την εκ νέου περιθωριοποίηση από τις κυρίαρχες ελλαδικές ελίτ. Η θετική μεταστροφή τους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική επιρροή των υψηλόβαθμων στελεχών του Πασόκ, που εξέφραζαν μια από τις τάσεις που πρωτοστάτησε στη ριζοσπαστικοποίηση. Στη συνέχεια όμως, η αρχική αντίδραση του συντηρητικού ποντιακού χώρου θα υποχωρήσει και στο Β’ Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού το 1988, ο στόχος της πρόταξης του αιτήματος για αναγνώριση της Γενοκτονίας θα γίνει αποδεκτός απ’ όλους. Η ερευνητική παραγωγή θα αυξηθεί και θα υπάρξει και έντονη παρέμβαση  μέσω του Τύπου για τη γνωστοποίηση των άγνωστων αυτών ιστορικών στιγμών. Η βαθμιαία αύξηση της δυνατότητας των πολιτών να παρεμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή, να συνδιαμορφώνουν τα ιδεολογικά και κοινωνικά πρότυπα και να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις, θα επιτρέψει στον οργανωμένο ποντιακό χώρο να προωθήσει τις απόψεις του και τα αιτήματά του. Το Φεβρουάριο του 1994 θα αναγνωριστεί ομόφωνα από την ελληνική Βουλή η Γενοκτονία στον Πόντο και θα καθιερωθεί η 19η Μαΐου ως επίσημη Ημέρας Μνήμης. 

Η θεσμοθέτηση των Ημερών Μνήμης για τις γενοκτονίες μπορεί να θεωρηθεί ως οριστική μεταβολή του φυσικού τραύματος, όπως διαιωνίστηκε μέσα από τις αφηγήσεις της πρώτης γενιάς, σε πολιτισμικό τραύμα. Δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε μια διαδικασία κοινωνικής νοηματοδότησης, που κάνει το «τραύμα» γενικά αποδεκτό. Εφεξής το πολιτιστικό-κοινωνικό τραύμα  ορίζεται ως «κοινή θέση» και επηρεάζει πλέον τα συστήματα αναφοράς της ποντιακής κοινότητας κατ’ αρχάς, αλλάζοντας κατεστημένους ρόλους, διαμορφώνοντας κοινούς κανόνες και διατυπώνοντας δημόσια κοινές αφηγήσεις. Η διαμόρφωση μιας τέτοιας πραγματικότητας ορίζει και τον επόμενο στόχο, που  δεν είναι άλλος από την ευρύτερη αποδοχή του πολιτιστικού τραύματος από την υπόλοιπη, περιβάλλουσα, κοινωνία. 

Ο τοπικισμός υπήρξε το κύριο χαρακτηριστικό στις ποντιακές οργανώσεις και γι αυτό δεν έγινε κατορθωτό να διαμορφωθεί ένα ενιαίο παμπροσφυγικό αφήγημα. Η θεωρητική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου 1914-1923, απέκοβε πλήρως την ιστορική εμπειρία των Ποντίων από την εμπειρία του υπόλοιπου προσφυγικού ελληνισμού. Ο Πόντος παρουσιαζόταν σαν κάτι ξεχωριστό και σίγουρα ξεκομμένο από την υπόλοιπη μικρασιατική χερσόνησο. Η εμπειρία της γενοκτονίας προβαλλόταν ως μοναδική εμπειρία των Ποντίων και αποκρυπτόταν επιμελώς ότι γενοκτονία είχαν υποστεί και άλλοι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας. Μοναδική πρωτοτυπία ήταν και παραμένει το γεγονός ότι μια τοπική ομάδα διεκδίκησε την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστη, εκτός των ορίων του έθνους που ανήκει, ανακατασκευάζοντας με αυθαίρετο τρόπο την ιστορική πραγματικότητα. Η προσπάθεια αποκοπής των Ποντίων από τον υπόλοιπο  προσφυγικό ελληνισμό του ΄22 -που αποτελούσαν το φυσικό τους κοινωνικό χώρο- θα ιδεολογικοποιηθεί.  

Φορέας της τοπικιστικής καθήλωσης του ποντιακού χώρου υπήρξε η ομάδα των «Ιταλών».  Η ομάδα αυτή θα πάψει να υπάρχει οργανωτικά κατά την πρώτη 5ετία του νέου αιώνα. Θα παραμείνει όμως ως ρεύμα, έχοντας διαμορφώσει στερεότυπα και αντιλήψεις σε οργανωτικά ενεργοποιημένους πολίτες. Στη συνέχεια, οι συγκρούσεις εντός του ποντιακού χώρου θα πάψουν να έχουν ιδεολογική αφετηρία και θα μετατραπούν σε διεκδίκηση επιρροής και εξουσίας.…  Έτσι, θα εδραιωθεί η τοπικιστική αντίληψη και θα υπάρξει μια διαχείριση του τραύματος της Γενοκτονίας, που περισσότερο συνδεόταν με τις προσπάθειες πολιτικής αναπαραγωγής της κυρίαρχης ομάδας, παρά με την ουσιαστική προσέγγιση του ιστορικού φαινομένου. Η στάση αυτή εμπεριείχε το στοιχείο της  συνειδητής προσπάθειας περιθωριοποίησης και απομονωτισμού  της ομάδας. Τέτοια πολιτική στάση, είχε ως βάση την προσπάθεια καταστροφής συναισθημάτων ενσυναίσθησης και συμπόνιας για τους υπόλοιπους που υπέστησαν τις ίδιες ακριβώς βίαιες πολιτικές. Η καλλιέργεια μιας μερικής αντίληψης και η προσπάθεια για αποτροπή διαμόρφωσης μιας συνολικής αντίληψης για το ιστορικό γεγονός, πρέπει να θεωρείται ότι έχει ως συνειδητό στόχο την χειραγώγηση της ομάδας. Η τοπικιστική καθήλωση, με τον περιορισμό της Γενοκτονίας μόνο στον Πόντο, θα είναι ιδιαιτέρως έντονη γιατί θα συνεχιστεί, ενώ είναι δεδομένη η ιστορική βάση της αναγνώρισης. Ουσιαστικά, η ιδεολογική πολιτική που ασκήθηκε παραβίαζε το Ψήφισμα του IAGS, παρότι ήταν γνωστό ότι η συνέχιση της προσπάθειας περιχαράκωσης αποκλειστικά στο δικό τους ιστορικό τραύμα, θεωρείται πλέον ως αρνητισμός. 

Ο οργανωμένος προσφυγικός χώρος (δηλαδή οργανώσεις που έχουν δημιουργηθεί ή επανδρώνονται από απογόνους των προσφύγων του ’22 και θέτουν ως  καταστατικό στόχο τη διατήρηση της ιστορικής Μνήμης) είναι εκατοντάδες στην Ελλάδα, την πρώην ΕΣΣΔ και τη Διασπορά. Το μεγαλύτερο ποσοστό ενεργοποίησης ανήκει στους προερχόμενους από τον Πόντο, με την ευρεία σημασία του όρου. Μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερες από 600  ποντιακές οργανώσεις, εκ των οποίων οι 60 περίπου, στο Λεκανοπέδιο και άλλες τόσες στη Θεσσαλονίκη. Η σημασία των οργανώσεων αυτών είναι ιδιαίτερη, σε σχέση με τις παραδοσιακές εθνικοτοπικές οργανώσεις, γιατί εκτός από τα λαογραφικά ενδιαφέροντα και τα ιστορικά που αφορούν την Μνήμη, υπάρχουν και πολιτικά αιτήματα, άλλα εκ των οποίων είναι οικονομικής φύσης (διεκδίκηση της «κλεμμένης» από το ελληνικό δημόσιο προσφυγικής περιουσίας, ήτοι της «Ανταλλάξιμης», υποστήριξη των «παλιννοστούντων») και άλλα άπτονται της εξωτερικής πολιτικής (διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας, στήριξη των ελληνικών κοινοτήτων στις μετασοβιετικές χώρες, στήριξη των προσπαθειών των ελληνοφώνων στην Τουρκία για διατήρηση και ανάδειξη του ποντιακού πολιτισμού, στήριξη των μεταναστών Ποντίων μουσουλμάνων από την Τουρκία κ.ά.).

Παράλληλα, με  όλα αυτά, οι ποντιακές οργανώσεις αποτελούν και μια τεράστια δεξαμενή ψηφοφόρων. Κατά συνέπεια, ο έλεγχος αυτού του μεγάλου κοινωνικού χώρου είναι στόχος κάθε πολιτικής δύναμης που υπάρχει σ’ αυτόν τον τόπο –πλην της ανορθολογικής Αριστεράς, βεβαίως. Ο χώρος αυτός ελεγχόταν παραδοσιακά από το Πασόκ, ως απόρροια μιας κυρίως εαμογενούς καταγωγής. Σήμερα η κατάσταση αυτή τείνει να αλλάξει και να λάβει πιο περίπλοκα χαρακτηριστικά. Η νεοδημοκρατική παρουσία είναι πλέον ισχυρή και ίσως να αποτελεί την πλειοψηφική κυρίαρχη δύναμη. Κατά περιοχές όμως συγκροτούνται παράξενες συμμαχίες με κύριο παράδειγμα το νοτιοελλαδικό χώρο, όπου κατά τις πρόσφατες εκλογές υπήρξε μια σύμπραξη μελών του ΚΚΕ με δυνάμεις που σχετίζονται με τη «βαθειά Δεξιά».   

Όπως και να’χει, η οργανωτική ζωή των Ποντίων είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ανεξάρτητα αν προκαλεί αμηχανία στο, εν τέλει, μονοπολιτισμικό ελλαδικό σύστημα.

Ένα εντελώς καινούργιο στοιχείο των τελευταίων ετών, είναι η υιοθέτηση αυτών των αιτημάτων από το δεξιό μη προσφυγικό και μη ποντιακό χώρο. Ειδικά μετά την «περιπέτεια του βιβλίου της 6ης δημοτικού»  φάνηκε ότι το δυνατό επιχείρημα των διαφωνούντων δεν ήταν το «Κρυφό Σχολειό», αλλά ο «συνωστισμός της Σμύρνης». Αυτό είχε ως εντυπωσιακό και πρωτοφανές αποτέλεσμα να υιοθετήσουν όχι μόνο τις ενστάσεις του προσφυγικού χώρου αλλά και τον ίδιο αυτούσιο τον προσφυγικό λόγο και να υπερθεματίσουν, επενδύοντάς τον και με αλυτρωτικά συνθήματα. Για πρώτη φορά -και τόσο έντονα- άρχισαν ‘να θρηνούν γοερά’ (O tempora, o mores!) οι απόγονοι των πολιτικών εκείνων δυνάμεων που ευθύνονται για τη σφαγή της Σμύρνης, για την ολοκληρωτική εγκατάλειψη του Πόντου, για την εν ψυχρώ παράδοση του άμαχου χριστιανικού  πληθυσμού της Ιωνίας -αφοπλισμένου και αβοήθητου- στο έλεος των τσετών και των επιλογών του Νουρεντίν πασά. Βέβαια, οι ίδιες δυνάμεις με το άλλο χέρι προωθούσαν και εν τέλει επέβαλαν την ακροδεξιά αναθεώρηση με την ακύρωση της Δίκης των Εξ από τον Άρειο Πάγο. Με την εξέλιξη αυτή, που την ενθάρρυνε ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς, το θέατρο του Νεοελληνικού παραλόγου έφτασε στην κορύφωση.  

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ:

«ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ. Ένας οδυνηρός μετασχηματισμός (1908-1923)»